
Δύο προσφυγοπούλες και μια μάλλον μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα, με φόντο τις κολώνες του ναού του Ηφαίστου στο Θησείο, στα 1922. Πρόκειται για μία ακόμη φωτογραφία από τον πρόχειρο προσφυγικό καταυλισμό που είχε δημιουργηθεί δίπλα στο ναό λίγες μόνο εβδομάδες μετά την άφιξη των πρώτων προσφύγων στον Πειραιά.
Μια όχι ιδιαίτερα γνωστή όψη της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι το γεγονός ότι ο συντριπτικός όγκος των προσφύγων (πάνω από το 85%) ήταν γυναικόπαιδα και γέροι. Όπως γράφει ο βρετανός ακαδημαϊκός και διπλωμάτης Μάικλ Λουέλιν Σμιθ (Michael Llewellyn Smith) στο βιβλίο του «Το όραμα της Ιωνίας – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922»:
«Η μεγάλη έξοδος των χριστιανών από τη Μικρά Ασία είχε ξεκινήσει. Πλοία από πολλές χώρες έφταναν στα λιμάνια της για παραλάβουν τα φορτία των προσφύγων. Από τους αρτιμελείς άνδρες, μόνον οι τυχεροί κατόρθωσαν να διαφύγουν. Οι υπόλοιποι, από 18 ως 45 χρονών, συγκεντρώθηκαν από τους Τούρκους στη Σμύρνη και, αφού κηρύχθηκαν επισήμως αιχμάλωτοι με διάταγμα του τουρκικού κράτους, στάλθηκαν στο εσωτερικό για να ενταχθούν στα Τάγματα Εργασίας. Για πολλούς, αυτό ισοδυναμούσε με θάνατο. Οι γυναίκες και τα παιδιά χωρίστηκαν από τους άντρες τους, στριμώχτηκαν στα πλοία και διαπεραιώθηκαν στον Πειραιά ή στη Θεσσαλονίκη.»
Από τα 150.000 άτομα που υπολογίζεται ότι είχαν σταλθεί στα Τάγματα Εργασίας (ανάμεσά τους και ένας αριθμός από γυναικόπαιδα που δεν πρόλαβαν να φύγουν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 1922 από τη Μικρά Ασία), επέζησαν και ήλθαν τελικά στην Ελλάδα το 1924 μόλις 18.540…
Είναι επίσης αποκαλυπτική μια σχετική αναφορά του Χένρι Μοργκεντάου (Henry Morgenthau), τότε προέδρου της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, ο οποίος έγραφε το 1924 για την κατάσταση που επικρατούσε στο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου, που είχε επιταχθεί για τη φιλοξενία προσφύγων:
«Το σχολείο αυτό, που βρίσκεται κοντά στο κέντρο της Αθήνας, αποτελείται από τρεις μεγάλες αίθουσες όπου στεγάζονται 22 οικογένειες ή 91 συνολικά πρόσωπα, από τα οποία μόνο 17 είναι άντρες και 7 από αυτούς είναι τόσο ηλικιωμένοι, ώστε δεν μπορούν να βοηθήσουν τις οικογένειές τους. Οι υπόλοιπες είναι γυναίκες, αρκετές από τις οποίες είναι άνω των 60 – 70 ετών. Οι περισσότερες έχουν στη φροντίδα τους τουλάχιστον τρία και σε μερικές περιπτώσεις και πέντε παιδιά».

Τα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, φέρνουν αναπόφευκτα μνήμες από τα παλιότερα κύματα προσφύγων που έφθασαν στη χώρα μας. Η ανωτέρω φωτογραφία απεικονίζει έναν πρόχειρο καταυλισμό προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής στο χώρο του Θησείου, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την άφιξή τους στην Αθήνα.
Αν και η Ελλάδα δεν ήταν ασυνήθιστη στα προσφυγικά ρεύματα (μόνο τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα είχε δεχθεί μεγάλο αριθμό Ελλήνων από διάφορες γωνιές των Βαλκανίων, της Ρωσίας, του Εύξεινου Πόντου, της Μικράς Ασίας, ακόμη και από τα –υπό ιταλική κατοχή, τότε- Δωδεκάνησα), το 1922 έφθασαν σε αυτήν γύρω στο 1.500.000 πρόσφυγες, αριθμός μεγαλύτερος από το ¼ του τότε πληθυσμού της. Γύρω στο 53% αυτών των προσφύγων εγκαταστάθηκαν σε αστικές περιοχές και οι υπόλοιποι σε αγροτικές.
Στο λιμάνι του Πειραιά χιλιάδες πρόσφυγες κατέφθαναν καθημερινά από το Σεπτέμβριο του 1922. Έτσι η Αθήνα, η οποία κατά την απογραφή του 1920 είχε πληθυσμό 297.276 άτομα, βρέθηκε να φιλοξενεί στις αρχές Δεκεμβρίου γύρω στους 70.000 πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν –ή πιο σωστά, στοιβάχτηκαν- πρόχειρα σε στρατώνες, πλατείες, δημόσια κτίρια, εκκλησίες, σχολεία, θέατρα, εργοστάσια, ακόμη και σε επιταγμένα ιδιωτικά κτίρια. (Είναι ενδεικτικό ότι μόνο στο Δημοτικό Θέατρο που υπήρχε τότε στη σημερινή πλατεία Κοτζιά, “φιλοξενήθηκαν” 1.300 άτομα…)
Τελικά, σύμφωνα με την απογραφή του 1928 στην Αθήνα εγκαταστάθηκαν 129.380 πρόσφυγες, αυξάνοντας τον πληθυσμό της κατά 40%, ενώ στον Πειραιά 101.185 πρόσφυγες εκτόξευσαν τον πληθυσμό κατά 74%. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας ανάμεσα στους πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της παραμονής τους στην Ελλάδα, λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των ασθενειών, αντιλαμβανόμαστε ότι οι αριθμοί αυτοί δεν αποδίδουν πλήρως την πραγματικότητα…
Η άφιξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων μέσα σε συνθήκες χάους σε μια χώρα εξαντλημένη οικονομικά και ψυχολογικά από χρόνια πολέμου και βαθιά διχασμένη πολιτικά και κοινωνικά, δεν δοκίμασε μόνο τις αντοχές και τις ανέκαθεν προβληματικές δομές του ελληνικού κράτους, αλλά προκάλεσε και έντονες αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα των γηγενών. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, αρκεί να παραθέσουμε μια σχετική αναφορά του γνωστού πολιτικού Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρισε με συμπάθεια τους πρόσφυγες, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τούς έριξαν πάνω στα βράχια της Ελλάδος. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια. Το θυμούμαι και ανατριχιάζω.» (Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935: κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, Ρήγος Άλκης)
Μέσα σε αυτό το κλίμα, στα χρόνια που ακολούθησαν οι αρχές που είχαν αναλάβει την οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων επέλεξαν ως λύση τη δημιουργία δορυφορικών προσφυγικών συνοικισμών σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τον τότε οικιστικό ιστό της Αθήνας και άλλων πόλεων. Ήταν μια λύση που αφενός δημιουργούσε μια απόσταση ασφαλείας μεταξύ προσφύγων και γηγενών, αφετέρου ευνοούσε τη δημιουργία ζωνών βιοτεχνίας και βιομηχανίας που θα απορροφούσαν το προσφυγικό εργατικό δυναμικό. Έτσι, στην Αθήνα και στον Πειραιά δημιουργήθηκαν 12 κύριοι και 34 μικρότεροι τέτοιοι οικισμοί, με πιο γνωστούς τον Βύρωνα, την Καισαριανή, τη Νέα Ιωνία, τον Ταύρο, τη Νέα Φιλαδέλφεια, τη Νέα Σμύρνη, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα, την Κοκκινιά, το Αιγάλεω και το Περιστέρι…
