Ο φορτισμένος με μύθους κάθετος βράχος, με το γύρω άλσος και την αρμονικότατη επίστεψη από το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, αποτελεί χαρακτηριστικό τοπόσημο και προσδίδει ανάταση στο αθηναϊκό τοπίο. Αλλες πόλεις προσπαθούν με τεχνητούς πύργους και κατασκευές να αναπληρώσουν αυτό που η φύση (η Αθηνά κατά το μύθο) χάρισε στην Αθήνα.
Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένα εκκλησάκι χτισμένο στην κορυφή του λόφου του Λυκαβηττού τηςΑττική. Είναι μικρός ναός με τρούλο. Ανήκει στην Μητροπολιτική περιοχή Αθηνών – Πειραιώς. Στις απεικονίσεις των περιηγητών (π.χ. του Laborde του 1672) φαίνεται ότι στην περιοχή αυτή υπήρχε από παλιά κάποιος βυζαντινός ναός. Επίσης, χάρη σε δύο επιγραφές που βρέθηκαν γνωρίζουμε ότι αρχικά εκεί ήταν το «κοιμητήριο Αναστασίου Χαρκέως και Ευ. Ωράντας» καθώς και «Κοιμητήριον διαφέρον». Όταν ο πρώτος ναός ερειπώθηκε, κτίστηκε πάνω στα ίδια θεμέλια νέος ναός, μονόκλιτος, βασιλικού ρυθμού, για τον Άγιο Γεώργιο. Στο δάπεδο υπάρχει επιγραφή που αναδεικνύει ότι το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου καθιερώθηκε από τον μητροπολίτη Αθηνών Βενέδικτο (1782-1785). Αργότερα ο ναός επεκτάθηκε με την πρόσθεση δύο παρεκκλησίων, του Προφήτη Ηλία και Αγίου Κωνσταντίνου.
Παράπλευρα σ΄αυτόν τον ναό και σε κελί που είχε φτιάξει ο ίδιος, μόνασε ο ιερομόναχος Εμμανουήλ Λουλουδάκης και με τον θάνατό του τάφηκε στον λόφο. Εντός του Ιερού Ναού σήμερα, υπάρχει επιγραφή, η οποία ανφέρει, ότι τον ναό τον έχτισε ο εν λόγω κρητικός μοναχός. Στα χρόνια της δεκαετίας του 1880 ο ναός ανακαινίστηκε και επεξετάθη. Το 1900 χτίστηκε ο πέτρινος εξώστης. Και το 1902 χτίστηκε με την οικονομική αρωγή του μεγαλεπιχειρηματία Ν. Θών, το καμπαναριό στο οποίο τοποθετήθηκε καμπάνα, που είχε δωρήσει για τον σκοπό αυτό, η βασίλισσα Όλγα. Το 1958 η καμπάνα όλως απροσδοκήτως καταστράφηκε και στην θέση της τοποθετήθηκε καινούρια.

Ο Λυκαβηττός συνιστά το υψηλότερο σημείο της πόλεως των Αθηνών. Το αρχικό όνομα του λόφου ήταν «Αγχεσμός». Και από το 1832 έλαβε το αρχαιοελληνικό όνομα «Λυκαβηττός».

Για την ονομασία του Λυκαβηττού υπάρχουν αρκετές ερμηνείες. Μια εξ΄αυτών είναι, ότι προέρχεται από τις λέξεις λύκη + βαίνω υπονοώντας την εμφάνιση-ανατολή του ήλιου από το όρος, ήτοι : «Βουνό του Λυκαυγούς». Μία άλλη είναι, ότι προέρχεται από την λέξη Λύκη = φώς (π.χ. Λύκειον, Λουκάς) και από το ρήμα Βήττω – Βήσσω= βήχω και βγάζω αέρα από βάθος, άρα το βουνό που βγάζει από το βάθος του το φώς. Άλλη εκδοχή είναι, ότι συναρτάται με την ύπαρξη πολλών λύκων στο λόφο, με τον λύκο όμως εδώ κατά τον Φαλίνο τον Ατθιδογράφο, να σημαίνει το φυτό «κρίνος της Ίριδος» και στηρίζεται στην ερμηνεία του Ησυχίου «λύκοις πληθύειν του όρους». Κατά μια ακόμα εκδοχή λιγότερο βάσιμη, το όνομα συναρτάται με λύκους που υπήρχαν στην οροσειρά του Αγχεσμού των Τουρκοβούνιων ή Λυκοβούνιων. Η ονοματοδοσία του ονόματος «Λυκαβηττός» στον λόφο έγινε απο τον γερμανό φυσιοδίφη Forchhamer. Το όνομα αυτό Λυκαβηττός μέχρι τότε χρησιμοποιείτο για να αποδώσει τον λόφο των Νυμφών. Περί τα μέσα του 19-ου αιώνα ο Αθηναίος ιστοριογράφος Δ. Σουρμελής χρησιμοποιούσε και τα δυο ονόματα «Αγχεσμός» και «Λυκαβηττός», για να αποδώσει τον ίδιο λόφο. Γι αυτό άλλωστε με τα δυο αυτά ονόματα, έχουν ονοματοδοτηθεί και οι δυο παράλληλοι δρόμοι που οδηγούν στον λόφο του Λυκαβηττού, «Λυκαβηττού» και «Αγχεσμού» – μετέπειτα μετονομασθείσα σε Βουκουρεστίου. Η μεν οδός Λυκαβηττού στο κομμάτι της έως την Ακαδημίας, πήρε το 1924 το όνομα «Αμερικής». Η δε «Αγχεσμού» ως την Ακαδημίας πάλι πήρε το 1901 το όνομα «Βουκουρεστίου».
Το Τελεφερίκ
Μπορεί να συμπληρώνει 50 χρόνια ζωής, πολλοί όμως από τους κατοίκους του λεκανοπεδίου αν δεν αγνοούν την ύπαρξή του, δεν έχουν μπει στο μικρό βαγόνι του με προορισμό το υψηλότερο σημείο του κέντρου της Αθήνας. Το ιδιαίτερο τελεφερίκ που βγάζει εδώ και δεκαετίες χιλιάδες τουρίστες από τα έγκατα του βουνού κάτω από τον ηλιόλουστο ουρανό της Αθήνας, βρίσκεται στις παρυφές του Λυκαβηττού, στην αρχή της οδού Αριστίππου και τα δύο το βαγόνια ανεβοκατεβάζουν αγόγγυστα τον κόσμο στον ρομαντικό λόφο.

Ο Νίκος Γούναρης τραγούδα το Λυκαβηττό
«Κι ανέβηκα! και ξέφυγα!
Και χάμου η Αθήνα σα να πέθανε.
Τα μύρα βουνίσια με χτυπήσανε.
Τριγύρα τα πεύκα είναι προστάτισσα φρουρά μου.
*
Και δρόμο θε να δώσω στη χαρά μου!
Τ’ αγέρι πνέει σα ν’ άνοιξεν η θύρα
του Παραδείσου. Πίσω σα να επήρα
για λίγο της ψυχής την παρθενιά μου.
*
Ήλιος! Χρυσή στο βάθος η λουρίδα
Της θάλασσας αστράφτει του Φαλήρου
και το νησί μου χάνεται πιο πίσω.
*
Μ’ εξάγνισε το ανέβασμα, πατρίδα,
και θά ‘ρθω με τη βάρκα μου του ονείρου
με τα κουπιά του πόθου θα κινήσω…»
Μόνο όταν σκαρφαλώσει κάποιος στην κορφή του λόφου του Λυκαβηττού μπορεί να νιώσει την αλήθεια των στίχων και ν’ αισθανθεί ότι κατακλύζεται με τα ίδια συναισθήματα που βίωσε ο ποιητής Κ. Καρυωτάκης και τα απέδωσε μ’ αυτό το ποίημα.
Το καταφύγιο του Λυκαβηττού 100μ. μέσα στο βράχο, με Ρεύμα, τουαλέτες και λουτρά

Πριν από τη δεκαετία του 1950 και τον οικοδομικό οργασμό που την άλλαξε εκ βάθρων, η αθέατη πλευρά της Αθήνας ήταν ένα λαμπρό πεδίο δράσης για επίδοξους εξερευνητές. Στοές, κρύπτες, έξοδοι διαφυγής, κατακόμβες και κρησφύγετα συνέθεταν ένα πολύ μεγάλο δίκτυο στο υπέδαφος της πρωτεύουσας. Με τα χρόνια όμως πολλές από τις υπόγειες διακλαδώσεις «θάφτηκαν» κάτω από τσιμεντένιες κατασκευές.
Ένα μέρος τους όμως έχει διατηρηθεί. Ακόμα και σήμερα οι διαδρομές του Μετρό δεν είναι το μοναδικό δίκτυο στοών που βρίσκεται στο αθηναϊκό υπόστρωμα. Πέραν αυτών όμως, υπάρχουν και κάποια άλλα άγνωστα στο ευρύ κοινό μέρη που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία «ανεξερεύνητη Αθήνα».
Ένα από αυτά είναι το καταφύγιο του Λυκαβηττού. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Αθήνας έχουν ανέβει έστω και μια φορά στη ζωή τους στο δεύτερο ψηλότερο σημείο του λεκανοπεδίου (μετά τα Τουρκοβούνια), το οποίο «αντικρίζει» τη θάλασσα από τα 277 μέτρα.
Μόνο η συντριπτική μειονότητα όμως απ’ όσους έχουν ανέβει στο πιο διάσημο λόφο της Ελλάδα, γνώριζαν ότι κάτω απ’ το έδαφος υπάρχει ένα μέρος, στο οποίο μοιάζει με διαμέρισμα.

Το υπόγειο καταφύγιο του Λυκαβηττού κατασκευάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930, κοντά στη σπηλαιοεκκλησιά των Αγίων Ισιδώρων. Είναι δημιούργημα της κυβέρνησης Μεταξά, που αναμένοντας πολεμική σύρραξη και εμπλοκή της χώρας σε αυτή, θέσπισε νόμο για την κατασκευή καταφυγίων στα υπόγεια σπιτιών, δημοσίων κτιρίων και στο εσωτερικό κάποιων λόφων, εν όψει εχθρικών βομβαρδισμών.
Πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για μια στρατιωτική βάση. Περιελάμβανε μεταξύ άλλων θέσεις πολυβολείων λαξευμένες στο βράχο, εκ των οποίων πλέον διακρίνεται μόνο μία.

Εκτείνεται σε βάθος 100 μέτρων μέσα στο βράχο και διαθέτει δύο εισόδους. Έχει ρεύμα, τουαλέτες και λουτρά και είναι σχετικά συντηρημένο, αλλά με φανερά βέβαια τα σημάδια του χρόνου. Οι εγκαταστάσεις αποτελούνται από δύο μεγάλες αίθουσες και κάποιες μικρότερες.

Και σε αυτές περιλαμβάνονται διάδρομοι, φωλιά πολυβόλου, αποθηκευτικοί χώρους, συσκευές και αγωγοί εξαερισμού, δεξαμενές, πίνακες, διακόπτες ηλεκτρικού και τηλεφωνικό κέντρο. Και οι δύο είσοδοι καταλήγουν στην κεντρική μεγάλη αίθουσα, όπου στεγάστηκε το Αρχηγείο Αντιαεροπορικής Άμυνας για τις ανάγκες του πολέμου του 1940.

Σήμερα ο χώρος ανήκει στην Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτων Αναγκών του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και υπάγεται στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνακίου, όπου και τηρούνται τα κλειδιά του.
Επίσης, πάνω στο λόφο και κάτω από την κορυφή του, βρίσκεται το παλιό γερμανικό πολυβολείο στο οποίο οδηγεί σε ένα πολύ μικρό τούνελ σκαμμένο στο βράχο. Διακρίνεται πάνω δεξιά στο βράχο από την αρχή των σκαλοπατιών, στην περιοχή του πάρκινγκ του θεάτρου.

Κατά την κατοχή η βάση, στην οποία είχε υπηρετήσει μέρος της θητείας του ο Ντίνος Ηλιόπουλος, χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ενώ μετά την απελευθέρωση παρέμεινε σε λειτουργία ως το 1970, οπότε εγκαταλείφθηκε.
Το πολυβολείο που σώζεται μέχρι σήμερα, σε παλαιότερες εποχές εξαπέλυε -όπως και το κανόνι που έβγαινε μέσα από τη φωλιά του καταφυγίου- κανονιοβολισμούς στους εορτασμούς των εθνικών επετείων, ενώ κάποια στιγμή είχε γίνει και προσπάθεια αξιοποίησης και ανάδειξής του με προβολείς κ.λπ.
Παλαιότερα, είχαν διατυπωθεί για τις εγκαταστάσεις αυτές πολλά σενάρια παραφιλολογίας, όπως συνήθως συμβαίνει με «μυστηριώδη» μέρη. Το συγκεκριμένο βεβαίως δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα τεχνικό (και προληπτικό) επίτευγμα της εποχής – μία ακόμα απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν νίκησε καθόλου τυχαία τους Ιταλούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ωραίο άρθρο, δυο μικρές παρατηρήσεις μόνο: Λέτε «Λυκαβηττος απο Νεαπολη Εξαρχείων». ΔΕΝ υπάρχει «Νεάπολη Εξαρχείων». Είναι δυο γειτονικές, διακριτές περιοχές. Πιστέψτε με, και η γιαγιά μου που εκεί ζούσε πριν 120 χρόνια αυτό έλεγε, κι εγώ που εκεί μεγάλωσα, αυτό σας λέω. Επίσης, το HDR στη φωτογραφία αυτή κάνει τις πολυκατοικίες να μοιάζουν ακόμη πιο βρώμικες από όσο, δυστυχώς, είναι.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Το σωστό θα ήταν Νεάπολη Αθηνών. Έχει επικρατήσει όμως το Νεάπολη Εξαρχείων γιατί αν και λάθος διατυπωμένα, δίνει ένα επιπλέον στοιχείο για το που βρίσκεται η Νεάπολη των Αθηνών. Αν πούμε σκέτο Νεάπολη μιλάμε για Κρήτη. Έχω ζήσει πολλές δεκαετίες στην περιοχή κι έτσι θυμάμαι να τη λέμε πάντα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!