Ρόμπερτ Μακέιμπ, ο Αμερικανοέλληνας
Η σμίλη ενός μαρμαροτεχνίτη στα Προπύλαια της Ακρόπολης. Το βλέμμα μιας Αφροδίτης στο Αιγαίο. Οι αγέρωχοι κίονες. Όλα εικόνες της Ελλάδας του ’50, μιας Ελλάδας που πέρασε αλλά αποτυπώθηκε από τον φακό του φωτογράφου Ρόμπερτ Μακέιμπ. Και μια έκθεση τις φέρνει πίσω στην καθημερινότητα μας.
Βουτιά στον χρόνο. Πίσω στην καλοκαιρινή Αθήνα του 1954. Φανταστείτε έναν 21χρονο αμερικανό φωτογράφο σε μια από τις ελάχιστες διαβάσεις πεζών της Αθήνας. Και το όνομα αυτού: Ρόμπερτ Μακέιμπ. «Εκείνο που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση μόλις πάτησα το πόδι μου ήταν ότι οι δρόμοι δεν είχαν σηματοδότες. Ελάχιστα τα αυτοκίνητα. Κυκλοφορούσαν περισσότερο φορτηγά και λεωφορεία. Για να περάσεις απέναντι έπρεπε να περιμένεις να μαζευτούν αρκετοί πεζοί για να τολμήσουν να διακόψουν, όλοι μαζί, την ροή», ήταν μια περιγραφή από την πρώτη επίσκεψη του στην Αθήνα του ’50, στην «Κ». Ο Ρόμπερτ Μακέιμπ, μαζί με τον αδελφό του, γνώρισε όχι μόνον την Αθήνα αλλά και τα «απάτητα» σχεδόν νησιά. Μια ελληνική καθημερινότητα, που κυλούσε χωρίς ηλεκτρισμό, δρόμους, αυτοκίνητα, τηλέφωνα, τρεχούμενο νερό και οχηματαγωγά πλοία. Όταν οι υποδομές «δεν φαίνεται να διέφεραν πολύ σε σχέση με αυτές στο αρχαίο παρελθόν». Γνώρισε κι αγάπησε μια «άλλη Ελλάδα», που χάνεται, όπως συχνά είχε πει. Όταν σε μια επίσκεψη του στην Ίο, μαζί με έναν οικογενειακό φίλο, γιατρό στη Νέα Υόρκη, ο δήμαρχος του νησιού του παραχώρησε το κρεβάτι του και κοιμήθηκε στο πάτωμα, «σαν να ήταν το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο». Ακόμη και την Μύκονο η την Δήλο τις βρήκε σχεδόν «απάτητες». «Ήταν υπέροχο συναίσθημα να ανακαλύπτω τα ελληνικά νησιά. Αισθανόμουν σαν να είμαι στον Αμαζόνιο και ανακάλυπτα άγνωστους πολιτισμούς».

Σαν αυτούς που έχει αποτυπώσει σε 53 μαυρόασπρες λήψεις, κυρίως από το 1954 – ’55, «σε περιοχές έντονου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως η Ακρόπολη, η Αρχαία Αγορά, το Σούνιο, η Κνωσσός, η Σαντορίνη, οι Μυκήνες, η Επίδαυρος, η Δήλος κ.α.» και θα εκτίθενται σε αφιέρωμα στον αμερικανό φωτογράφο έως τις 29 Μαρτίου 2019. Στην έκθεση υπό τον τίτλο «Χρονογραφία» για τα 180 χρόνια (1837 – 2017) της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Μιλάμε για μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, που – όταν τους αποτύπωσε – ελάχιστα είχαν αλλάξει σε σχέση με τις περιγραφές των περιηγητών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα τον 19ο αιώνα.

Στόχος της έκθεσης, όπως τονίζεται, είναι «να αναδειχθεί ο διαχρονικά καίριος ρόλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ως καθοριστικός Θεσμός για την διαμόρφωση της εθνικής μας αυτογνωσίας», καθώς ιδρύθηκε και ελάχιστα χρόνια μετά την δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Πίσω στα φωτογραφικά καρέ: Ο φακός του Μακέιμπ αγάπησε την Ελλάδα όσο και ο ίδιος. «Κάποιοι φίλοι με λένε Αμερικανοέλληνα και πολύ μου αρέσει. Η Ελλάδα είναι δεύτερη πατρίδα μου», έχει πει στην «Καθημερινή» (και την Μαργαρίτα Πουρνάρα). Χώρια ότι είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, την σύζυγο του Ντίνα, με εγγόνια κατά το ήμισυ από την Ζάκυνθο.

Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του «Metamorphosis», «Greece 1954-1965», «Ελλάδα: Τα χρόνια της αθωότητας (1954-1965)», «Τρεις Μέρες στην Αβάνα», «DeepFreeze! A photographer’ s Antarctic Odyssey in the Year 1959», «Στο δρόμο για την Ελλάδα», «Grece – Les annees d’ innocence», «The Ramble in Central Park», που απέσπασε το βραβείο Fore Word, το 2011 και «Ο τελευταίος μοναχός των Στροφάδων. Αναφορά από ένα άγνωστο νησί του Ιονίου», στο οποίο αφηγείται την ιστορία του Ζακυνθινού ιερομόναχου Γρηγόρη Κλάδη, που επί 38 χρόνια (από το 1976 έως το 2014) έζησε ολομόναχος στη Σταμφάνη των Στροφάδων νήσων, μια βραχονησίδα νότια της Ζακύνθου.


Όλα όμως ξεκίνησαν από την εικονογραφημένη «New York Daily Mirror», στην οποία εργαζόταν ο πατέρας του. Εκείνη που έκανε τον γεννημένο στο Σικάγο το 1934 και πολύ σύντομα Νεοϋορκέζο Μακέιμπ να ενδιαφερθεί για την φωτογραφία. Πόσω μάλλον όταν στα τέσσερά του τού έκαναν δώρο την πρώτη του φωτογραφική μηχανή και άρχισε να αποτυπώνει «γεγονότα»: τυφώνες, πτώματα στις σιδηροτροχιές, πνιγμούς, αυτοκινητικά ατυχήματα.

Μεγαλώνοντας στράφηκε στην σύνθεση της εικόνας, και παρακολουθούσε συστηματικά το U.S. Camera Annual, όπου παρουσιαζόταν η δουλειά των μεγαλύτερων φωτογράφων της εποχής. Στις πρώτες του επισκέψεις στην Ελλάδα έβγαζε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με φιλμ Plus-X και μηχανή Rolleiflex. Εξέθεσε τις φωτογραφίες του 1954-1955 στην Firestone Library του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Ενώ το 1957 φωτογράφισε τις Κυκλάδες σε έγχρωμο φιλμ μετά από παραγγελία της National Geographic Society.
ο Αμερικανός φωτογράφος αφηγείται μέσα από τις εικόνες του εποχές της χώρας μας που ανήκουν πια στη δικαιοδοσία της Ιστορίας και τους δίνει ξανά ζωή. Αυτό έκανε με τα λευκώματά του «Μυκήνες 1965», «Μύκονος 1955 – 1957», «Ελλάδα, Τα χρόνια της αθωότητας 1954 – 1965», «Στον δρόμο για την Ελλάδα». Αυτό κάνει με το «Ο τελευταίος μοναχός των Στροφάδων. Αναφορά από ένα άγνωστο νησί του Ιονίου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο σεισμός του περασμένου Οκτωβρίου στη Ζάκυνθο λάβωσε βαριά τις Στροφάδες και έχει προσδώσει στις φωτογραφίες του τον χαρακτήρα ιστορικού τεκμηρίου. Του το αναφέρω. «Πολύ ευγενικό από μέρους σας, σας ευχαριστώ», λέει σχεδόν με συστολή.

Στο καινούργιο λεύκωμα, ο Μακέιμπ δεν αφηγείται μόνο την ιστορία ενός τόπου, αλλά και ενός ανθρώπου: του πατέρα Γρηγόρη Κλάδη, του Ζακυνθινού ιερομονάχου που επί 38 χρόνια (από το 1976 έως το 2014) έζησε ολομόναχος, μαζί με τον Θεό του, στη Σταμφάνη των Στροφάδων νήσων, μια βραχονησίδα νότια της Ζακύνθου, η οποία, αν και άγνωστη στους περισσότερους Ελληνες, φιλοξενεί ένα σημαντικό μνημείο: ένα οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα με εκκλησία, που έχει τις ρίζες του στον 13ο αιώνα, μοναδικό παράδειγμα «οχυρωμένης εκκλησίας» στον ορθόδοξο κόσμο.

Ο πατήρ Γρηγόρης έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2017 λόγω των καρδιακών και άλλων προβλημάτων τα οποία του είχε προκαλέσει ο μοναχικός τρόπος ζωής. «Είμαι αμαρτωλός κι ανάξιος για να σας δώσω την ευλογία μου», έλεγε στο νοσοκομείο σε όσους του ζητούσαν την ευχή του. Είχε ζήσει κακουχίες, αρρώστιες και πολλούς σεισμούς. «Ξυπνούσα κάθε μέρα κι έβλεπα τον ορίζοντα. Εζησα μόνος μου, αλλά ελεύθερος», είπε κάποτε στην Κατερίνα Λυμπεροπούλου. Η γνωστή δημοσιογράφος, συνοδοιπόρος του Ρόμπερτ Μακέιμπ στην έκδοση, ανέλαβε το κομμάτι της έρευνας και έφερε εις πέρας την αποστολή της με άψογο τρόπο. Βυθίστηκε στην ιστορία αυτού του ιδιαίτερου τόπου, συστήνοντάς μας τον πατέρα Γρηγόρη, μιλώντας με τον ίδιο και με όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά και συντονίζοντας μια διεπιστημονική ομάδα ιστορικών, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, περιβαλλοντολόγων και γεωλόγων, οι οποίοι συνεισφέρουν στο λεύκωμα με δοκίμιά τους.
Ευλογημένος τόπος
Ο Ρόμπερτ Μακέιμπ μιλάει με τρυφερότητα για τις Στροφάδες, έναν τόπο μοναδικό και ευλογημένο. Πότε πήγε εκεί για πρώτη φορά; «Τη δεκαετία του ’60. Αλλά η πρώτη ουσιαστική επίσκεψή μου έγινε το 2005, με τον τότε διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Στιβ Τρέισι. Συναντήσαμε και τον πατέρα Γρηγόρη –ο οποίος δεν ήθελε όμως να φωτογραφηθεί– και διαπιστώσαμε ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν ανησυχητική. Δεν τρεφόταν σωστά, τα αποθέματά του σε αλεύρι είχαν σκουληκιάσει και δεν είχε πρόσβαση σε τρόφιμα. Ξαναπήγα το 2015 και μετά, ξανά, το 2016. Ειδικά στις τελευταίες επισκέψεις ήταν φανερό πόσο “ευάλωτο” ήταν πια το μοναστήρι».

Το ιστορικό καστρομονάστηρο με το μοναδικό παράδειγμα «οχυρωμένης εκκλησίας» στον ορθόδοξο κόσμο.
Και πού έγκειται η μοναδικότητα του μοναστηριού; «Η σταυροπηγιακή –να μια λέξη που έμαθα πρόσφατα– μονή των Στροφάδων χτίστηκε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι (1175-1222). Είχε scriptorium, δηλαδή εργαστήριο αντιγραφής και εικονογράφησης χειρογράφων, σημαντική βιβλιοθήκη και μετόχια σε όλο το Ιόνιο και στην Πελοπόννησο. Υπάρχουν πολλά οχυρωμένα μοναστηριακά συγκροτήματα στην Ελλάδα –στην Πάτμο, στη Νάξο κ.α.–, αλλά εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει κανένα άλλο σαν αυτό: η ίδια η εκκλησία του είναι ένας οχυρωμένος πύργος», λέει ο Ρόμπερτ Μακέιμπ. «Αλλά και η φυσική ομορφιά της Σταμφάνης είναι απίστευτη. Το δάσος της είναι από τα σημαντικότερα της δυτικής Ελλάδας. Bλέπεις φυτά να ξεφυτρώνουν ακόμη πάνω στους βράχους! Υπάρχουν περισσότερα από 250 είδη φυτών και λουλουδιών. Εχει μεγάλα αποθέματα νερού και πολλά πηγάδια. Η χλωρίδα και η πανίδα του –βρίσκεται στον δρόμο των αποδημητικών πτηνών από και προς την Ευρώπη– με κάνει να το βλέπω σαν το Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, το οποίο επίσης λατρεύω!».
Ξεχωριστός άνθρωπος
Του ζητώ να μου περιγράψει τον πατέρα Γρηγόρη. «Ηταν sui generis», λέει ο Μακέιμπ. «Οπως έλεγε ο ίδιος, απέφυγε τις ιδιοτροπίες των άλλων και οι άλλοι απέφυγαν τις δικές του ιδιοτροπίες. Ηταν ξεχωριστός άνθρωπος και πολύ φιλόξενος για όσους περνούσαν το κατώφλι του. Κρίμα που δεν πρόλαβε την έκδοση του βιβλίου…».
Τον αποκαλούν φιλέλληνα. Θεωρώ ότι έχει κερδίσει το δικαίωμα (;) να δηλώνει Ελληνας. Ο Ρόμπερτ Μακέιμπ γελάει στο άκουσμα της σκέψης μου. «Κάποιοι φίλοι μου με λένε Αμερικανοέλληνα και πολύ μου αρέσει», λέει. «Είμαι παντρεμένος με Ελληνίδα (σ.σ. η Ντίνα είναι πάντα πηγή της έμπνευσής του), τα εγγόνια μου είναι κατά το ήμισυ από τη Ζάκυνθο. Η Ελλάδα είναι δεύτερη πατρίδα μου…».

Ο ανάγλυφος δικέφαλος αετός στο δάπεδο του πύργου.
Εφτασε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1954. Ποια δεκαετία νοσταλγεί περισσότερο; «Του ’50, ξεκάθαρα», απαντά. «Εκείνα τα χρόνια, με τον αδελφό μου ψάχναμε νησιά σχεδόν ακατοίκητα. Οταν πρωτοπήγα στη Μύκονο το 1955, οι κάτοικοι δεν ξεπερνούσαν τους 15. Στην Ιο, στις αρχές του ’60, συναντήσαμε μια παρέα πέντε Γάλλων και ο αδελφός μου ήθελε να φύγουμε, λέγοντας ότι ο τόπος έχει πια… χαλάσει. Ηταν υπέροχο συναίσθημα να ανακαλύπτω τα ελληνικά νησιά. Λόγω της απομόνωσής τους –τότε δεν υπήρχαν φεριμπότ παρά μόνον καΐκια– καθένα συνιστούσε έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο με τη δική του μουσική, τους χορούς, την υφαντική τέχνη, την αρχιτεκτονική του. Αισθανόμουν σαν να είμαι στον Αμαζόνιο και ανακάλυπτα άγνωστους πολιτισμούς». Υπήρξαν φορές που η Ελλάδα τον πλήγωσε; «Ας πω ένα μόνο: η οικονομική κρίση θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε. Η Ελλάδα παρασύρθηκε από την ψεύτικη ευφορία της ευρωπαϊκής ευημερίας…».