Τα άρματα των Ελλήνων στην επανάσταση.

Τα όπλα της προβιομηχανικής εποχής, εκτός από τεχνολογικά επιτεύγματα, είναι και μοναδικά αντικείμενα λαϊκής τέχνης, λόγω της απίστευτης ποικιλίας τους που οφείλεται στον τρόπο κατασκευής τους, αλλά και στη μοναδική τους διακόσμηση.
Σοβαρή και εμπεριστατωμένη έρευνα και μελέτη, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα, εξ αιτίας της μεγάλης δυσκολίας και πολυπλοκότητας που παρουσιάζει ένα τέτοιο εγχείρημα.
Τα περισσότερα όπλα που βρίσκονται σήμερα σε μουσεία και σε συλλογές, συνδέονται με το ’21, ακόμα κι όταν στην πραγματικότητα είναι πολύ παλαιότερα. Τα προβιομηχανικά όπλα είχαν αργή τεχνολογική εξέλιξη και η χρήση τους, αυτούσια ή με μετατροπές, κάλυπτε αρκετές γενιές οπλοφόρων. Έτσι το ’21 αποτελεί και έναν μεγεθυντικό φακό για την προεπαναστατική κοινωνία της Τουρκοκρατίας.
Η ύπαρξη του οθωμανικού κράτους εξαρτιόταν από τη δυνατότητά του να διεξάγει κατακτητικούς πολέμους, επομένως ήταν μια κοινωνία πολεμική, που βασιζόταν στα όπλα και το στρατό της. Η οθωμανική επικράτεια χωριζόταν σε στρατιωτικές διοικήσεις με έναν πασά που ασκούσε ταυτόχρονα στρατιωτική και πολιτική εξουσία.
Τα όπλα αποτελούσαν σύμβολο ισχύος και απαγορευόταν στους υποτελείς «ραγιάδες» χριστιανούς να φέρουν ή να κατέχουν οπλισμό.
Ο τούρκος στρατιώτης είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω τους.

Όμως από τον 18ο αιώνα το οθωμανικό κράτος περνά σε μία περίοδο προοδευτικής στρατιωτικής παρακμής, εξασθένησης του κεντρικού ελέγχου και κοινωνικής αναταραχής, κι αναδύονται δυνάμεις που παράνομα ή και επίσημα καταφεύγουν στα όπλα.
Στον ελλαδικό χώρο, τοπικές ένοπλες δυνάμεις αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για τη διατήρηση της τάξης, ειδικά στις απομονωμένες και δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές, όπου έχουν τα ορμητήρια τους οι ομάδες των κλεφτών. Οι αρματολοί, από την άλλη, συγκροτούν ένα είδος στρατιωτικών σωμάτων με εξουσία να ελέγχουν περιοχές που οι Οθωμανοί αδυνατούν να αστυνομεύσουν. Συχνά όμως κι αυτοί προέρχονται από τους πιο επιτυχημένους και διαβόητους κλέφτες.
Δύσβατες περιοχές όπως το Σούλι, η Μάνη και τα Άγραφα, βρίσκονται έξω από την Οθωμανική εξουσία και ζουν με τους δικούς τους κανόνες, βασιζόμενες στην ισχύ των όπλων τους και τη συνοχή των κοινωνιών τους. Το ίδιο και πολλά νησιά, όπου το ναυτικό εμπόριο εξασφαλίζει οικονομική αυτοτέλεια. Ο Νικοτσάρας, ο Βλαχάβας, οι Λαζαίοι στον Όλυμπο, οι Μπουκουβαλαίοι και ο Κατσαντώνης στα Άγραφα, οι Βλαχόπουλοι στο Καρπενήσι, οι Μποτσαραίοι και οι Τζαβελαίοι στο Σούλι, οι Κολοκοτρωναίοι στο Μοριά, είναι λίγα από τα ονόματα που συνδέθηκαν με τη διαρκή αμφισβήτηση της οθωμανικής κυριαρχίας.
Ακόμα, επαρχιακοί Οθωμανοί διοικητές αυτονομούνται ή εξεγείρονται με ιδιοτελείς φιλοδοξίες: Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, προερχόμενος ο ίδιος από την κλεφτουριά, καταφέρνει να ελέγξει μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και να επιβληθεί στους κλεφταρματολούς. Η σύγκρουσή του όμως με το Σουλτάνο θα ευνοήσει την Ελληνική Επανάσταση.
Οι Έλληνες αγωνιστές πίστευαν ότι η ελευθερία θα προέλθει από την ισχύ των όπλων, όπως διαπιστώνεται στον όρκο των Φιλικών:
«Ορκιζόμεθα δε προπάντων, ότι μεταξύ ημών και των τυράννων της πατρίδος μας το πυρ και ο σίδηρος είναι τα μόνα μέσα της διαλλαγής και τίποτε άλλο».
Έτσι ξεκινάει η Επανάσταση, ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία του Μοριά και της Ρούμελης στη διάρκεια του Μαρτίου 1821. Στη διάρκειά της αντιπαρατάσσονται τακτικά και άτακτα σώματα του Οθωμανικού στρατού, Αιγυπτιακών ενισχύσεων και Αλβανών μισθοφόρων, με κυρίως άτακτα Ελληνικά ένοπλα σώματα. Οι περισσότεροι Έλληνες στην αρχή δε διέθεταν ούτε όπλα, ούτε οργάνωση, ούτε εμπειρία στρατιωτική. Συσπειρώθηκαν γύρω από τις ομάδες κλεφταρματολών, οι οποίες μετατράπηκαν σε ραχοκοκαλιά των εξεγερμένων ελληνικών δυνάμεων.
Έτσι ξεκινάει κι η σχέση του κάθε Έλληνα από κει κι έπειτα, με τ΄άρματά του:
Φτωχός, κουρελής, νηστικός εκείνη την εποχή, μπορεί να ήσουν. Ξαρμάτωτος, όχι.
Και δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παλληκάρι. Είχε μεγάλη σημασία, νά ‘χει τον οπλισμό του. Και βέβαια, τις περισσότερες φορές, τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.

Όπλα της Επανάστασης στο Ναυτικό Μουσείο Γαλαξειδίου.

Τα πυροβόλα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι Οθωμανοί και οι υποτελείς τους, δεν ήταν τυποποιημένα βιομηχανικά είδη.
Κάνες, κοντάκια, πυροδοτικοί μηχανισμοί και άλλα εξαρτήματα προέρχονταν από διάφορα μέρη εντός και εκτός της αυτοκρατορίας (Εγγύς και Μέση Ανατολή, Ευρώπη, Ρωσία, Αμερική) και συναρμολογούνταν σε διάσπαρτα βιοτεχνικά εργαστήρια.
Παλαιά όπλα διαλύονταν για να επαναχρησιμοποιηθούν οι κάνες τους. Εισαγόμενα όπλα διακοσμούνταν από ειδικευμένους εντόπιους αργυροχρυσοχόους.
Οι μορφολογικές παραλλαγές των όπλων σε ολόκληρα τα Βαλκάνια οφείλονταν περισσότερο σε τοπικές παραδόσεις ή προσωπικές προτιμήσεις, παρά σε τεχνικούς λόγους.
Επίσης, τα όπλα άλλαζαν συχνά χέρια: λάφυρα πολέμου, ή δώρα και ανταλλαγές. Ακόμα και στα σώματα τακτικού στρατού των Οθωμανών, ο κάθε στρατιώτης είχε τον προσωπικό του εξοπλισμό. Κάθε κάτοχος ενός όπλου προσέθετε στη διακόσμησή του.
Είναι λοιπόν σχεδόν αδύνατο να επιχειρηθεί η χρονολόγηση και γεωγραφική τους ταύτιση.
Φαίνεται ότι τα Δυτικά Βαλκάνια (Σερβία-Βοσνία-Μαυροβούνιο-Αλβανία-Ήπειρος) είχαν εξειδικευτεί στην οπλουργία. Ξεχώριζαν αρκετά κέντρα παραγωγής και διακόσμησης, όπως το Πρίζρεν και το Πετς στο Κοσσυφοπέδιο, το Κότορ στο Μαυροβούνιο, τα Γιάννενα και οι Καλαρρύτες στην Ήπειρο κ.ά.
Πολλοί από τους αγωνιστές του 1821 λόγω της σοβαρής ανεπάρκειας όπλων, αρχικά στρατεύτηκαν με ρόπαλα, τσεκούρια, μαχαίρια και άλλα αυτοσχέδια μέσα μέχρις ότου εξοπλιστούν με λάφυρα από σκοτωμένους ή καταδιωγμένους εχθρούς.
Χρησιμοποίησαν όσα όπλα είχαν από προγονική κληρονομιά, αλλά ο κύριος εφοδιασμός τους έγινε από τουρκικά λάφυρα, καθώς και από τις δωρεές φιλελληνικών κομιτάτων. Ο κύριος οπλισμός τους:
α) Μακρύκαννο τουφέκι
β) Ενα ζεύγος πιστόλες
γ) Μία πάλα και ένα γιαταγάνι.

Η πολεμική εξάρτηση και τα όπλα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Κουμπούρες – Χαρμπί

Η πιστόλα ή κουμπούρα, με ποικιλία σχημάτων και διακόσμησης, είναι κοντόκαννο όπλο που φέρεται στο σελαχλίκι (φαρδύ ζωνάρι), συνήθως κατά ζεύγη.

Πιστόλι του λόρδου Bύρωνα. H κάθοδος του μεγάλου ρομαντικού ποιητή στην Eλλάδα και η εγκατάστασή του στο Mεσσολόγγι προσέδωσε ακτινοβολία στον Αγώνα των Ελλήνων και ο θάνατός του στο Mεσολόγγι, στις 7 Aπριλίου 1824, αναζωπύρωσε το φιλελληνικό ρεύμα της Eυρώπης. Mήκος 0,34 μ. Δωρεά Παλμύρας Λάμψα (ΓΕ 5720_1)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Οι πιστόλες του Νίκου Τζαβέλλα.
Το σελάχι ή σελαχλίκι είναι ένα είδος πλατιάς ζώνης με χωρίσματα, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τις πιστόλες, το γιαταγάνι και το χαρμπί.

Μέσα από το σελλάχι ξεπετάγονταν πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες.
Παφίλια και λαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι.
Στην έξω θήκη του σελλαχιού βρίσκονταν το χαρμπί – οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι.
Οι χρήσεις του πολλές. Όπως ήταν μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσαν σαν βέργα για να γεμίζουν τις κουμπούρες. Όταν το ξεθηκάρωναν, γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή. Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.

Δημήτριος Μακρής (1772-1841)Οδυσσέας Ανδρούτσος (1788-1825)

Γιαταγάνι

Το γιαταγάνι είναι ανατολίτικο κοντό σπαθί με πλατιά κοίλη λάμα, κοκκάλινη, ή μεταλλική λαβή και πλούσια διακόσμηση στη θήκη.

Γιαταγάνι με ασημένια λαβή και τουρκική επιγραφή του έτους 1217 Εγείρας (=1802/3), σε δερμάτινη θήκη με ασημένια εξαρτήματα, λάφυρο του πολέμου. Μήκ. 0,69 μ. Δωρεά Αγγελικής Σ. Ράλλη (ΓΕ 5937)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Γιαταγάνι με ασημένια θήκη από την Ήπειρο. Μήκ. 0,695 μ. Δωρεά Στέφανου Bαλλιάνου (ΓΕ 5683)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Γιαταγάνι με οστέινη λαβή του τούρκου στρατηγού Μαχμούτ Πασά Δράμαλη (1780-1822), που επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταπνίξει την εξέγερση στην Πελοπόννησο. Μήκ. 0,73 μ. Δωρεά Δημήτριου Oρφανίδη (ΓΕ 9791)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Γιαταγάνι του Kρητικού οπλαρχηγού Iωάννη Δασκαλογιάννη (1730-1771), ο οποίος οργάνωσε την επανάσταση στην Κρήτη κατά την περίοδο των Ορλωφικών. Η εξέγερση ξεκίνησε στα Σφακιά το 1770 και επεκτάθηκε σε όλο το νησί. Θανατώθηκε μαρτυρικά από τους Τούρκους στις 17 Ιουνίου 1771. Μήκος 0,75 μ. (ΓΕ 5673)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Γιαταγάνι με κοκάλινη λαβή, επίχρυσα κοσμήματα και εγκόλλητες χρυσές αραβικές επιγραφές, λάφυρο του ναυάρχου Γιακουμάκη Tομπάζη (1782-1829). Όταν τη 17η Aπριλίου 1821 κηρύχθηκε η Eπανάσταση στην Ύδρα, ο Tομπάζης αναδείχθηκε αρχηγός του υδραίικου στόλου, προσφέροντας στον Aγώνα, μαζί με τον αδελφό του, Mανώλη, (1784-1831) τα πλοία «Θεμιστοκλής», «Kίμων» και «Tερψιχόρη». Mήκος 0,77 μ. Δωρεά Δ. Tομπάζη-Mαυροκορδάτου (ΓΕ 5765)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Το γιαταγάνι του Μακρυγιάννη.

Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά, τα Δαμασκινά.
Ήταν τόσο γερά που σκίζαν λαμαρίνα κι αντέχαν να κόψουν ακόμα και χοντρή αλυσίδα.
Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι.

Μπελ χατζάρι – Τσεκούρι – Τοπούζι

Ο μπαλτάς (πέλεκυς, τσεκούρι) όπως και το τοπούζι (κεφαλοθραύστης) ήταν παλαιά όπλα, κατάλληλα για θωρακισμένους αντιπάλους και χρήσιμα σε μάχες σώμα με σώμα και σε συμπλοκές όπου τα πυροβόλα αχρηστεύονταν. Το ’21 και τα δύο χρησίμευαν ως συμβολική «στραταρχική ράβδος» του οπλαρχηγού, αν και δεν είχαν χάσει και τον πολεμικό τους χαρακτήρα.
Το χαρμπί ήταν εξάρτημα καθαρισμού και γόμωσης των πυροβόλων όπλων αλλά χρησίμευε και σα σουβλί για ψήσιμο και κατανάλωση τροφής.
Τα μαχαιρίδια διαφόρων τύπων όπως το ανατολίτικο Χαντζάρι και η δίκοπη καυκασιανή Κάμα ήταν τύποι μεγάλων μαχαιριών που χρησίμευαν τόσο στον πόλεμο όσο και στη διαβίωση.

Μάχαιρα του ηπειρώτη αγωνιστή, συμπολεμιστή του Καραϊσκάκη και αργότερα υπασπιστή του Όθωνα, Αλέξη Γαρδικιώτη-Γρίβα (1803-55). Μήκ. 0,46 μ. (ΓΕ 5692)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού, βρισκόταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι, οι Έλληνες που το είχαν, το αποχτήσαν σαν λάφυρο. Κατά την ίδια μεριά πιο πέρα ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι και ήταν συμβολικό. Είχαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά.
Άλλο πράγμα η στραταρχική ράβδος, αυτή ήταν το τούρκικο τοπούζι. Ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχαν οι πασάδες και σαν έφερναν μπροστά τους κάποιον φταίχτη και ήθελαν οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν πάλι ήταν βαρύ το κρίμα, τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος.

Σπάθα – Πάλα


Πάλα (σπάθα) του Nικολάου Πετιμεζά (1790-1865). Συμμετείχε στις μάχες του Λεβιδίου (15 Aπριλίου 1821) και της Tριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στο πλευρό του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, καθώς και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Aττικής με τον Γεώργιο Kαραϊσκάκη (1827). Mήκος 0,84 μ. Δωρεά Hρακλή Πετιμεζά (ΓΕ 5834)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Πάλα (σπάθα) του στρατηγού Ανδρέα Λόντου (1784-1846), με ασημένια επίχρυση λαβή και χρυσή διακόσμηση με φύλλα και κλαδιά. Στη μία όψη φέρει, μέσα σε αστερόσχημο διάχωρο, τουρκική επιγραφή. Ο αγωνιστής και προύχοντας της Βοστίτσας -το σημερινό Αίγιο-, Ανδρέας Λόντος, συμμετείχε στην πολιορκία της Πάτρας, στις 24 Μαρτίου 1821. Μήκος 0,75 μ. (ΓΕ 5690)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Ασημένια πάλα του Xριστόφορου Περραιβού (1773-1863), ο οποίος υπήρξε στενός συνεργάτης του Ρήγα και μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας αφιέρωσε στη μνήμη του τα πολεμικά του απομνημονεύματα. Μήκ. 0,875 μ. (ΓΕ 5684)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Εξαιρετικό δείγμα πάλας της ελληνικής επανάστασης το 1821
Μήκος της λεπίδας: 78cm Διαστάσεις του σπαθιού: 93,5 cm x 20 cm x 3,5 cm
Ατσάλι με μερική επιμετάλλωση χρυσού 24Κ
Πάλα, το κυρτό πλατύ σπαθί.
Σπάθη με πριονωτή λάμα περσικού τύπου του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά), ανηψιού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και πρωτεργάτη της πρώτης μεγάλης νίκης του ελληνικού αγώνα ανεξαρτησίας στη μάχη του Βαλτετσίου. Εκεί, με δύναμη 200 ανδρών απέκρουσε επίθεση 6.000, υποστηριζόμενων από πυροβολικό, Οθωμανών.
Σπάθη (κιλίτζ, σαμσίρ) στενόμακρο πλατύ σπαθί, που μαζί με την πάλα ήταν από τα κύρια αγχέμαχα όπλα, δηλαδή για μάχη σώμα με σώμα.

Σπαθί με δερμάτινη θήκη του Ανδρέα Mιαούλη. Kληροδότημα Στέφανου Πεσμαζόγλου (ΓΕ 32558)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, κρεμόνταν η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που φορές, είχε πολύτιμα πετράδια αντί για μάτια . Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικά όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.

Καριοφίλια

Το λεπτόκαννο καριοφίλι με το χαρακτηριστικό ημικυκλικό κοντάκι, ήταν το γνωστότερο και πλέον διαδεδομένο μακρύ εμπροσθογεμές τουφέκι των αρματολών, των κλεφτών και των αγωνιστών του 1821.
Σισανές, ένα πολύ καλής ποιότητας βαρύ οθωμανικό όπλο με πολυγωνικό κοντάκι και δαμασκηνή κάννη.

Eμπροσθογεμές τουφέκι του Νικολάου Πετιμεζά (1790-1865) με εμπίεστο επίχρυσο διάκοσμο και πλάκες από ελεφαντοστό. Ο οπλαρχηγός οργάνωσε την άμυνα και τη διάσωση της ιστορικής Μονής του Mεγάλου Σπηλαίου από τις επιθέσεις του Iμπραήμ, το 1826 (βλ. εικ. 914). Mήκος 1,30 μ. Δωρεά Hρακλή Πετιμεζά (ΓΕ 5791)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Πολεμιστές της Μάνης.
Το λεπτόκαννο καριοφίλι με το χαρακτηριστικό ημικυκλικό κοντάκι, ήταν το γνωστότερο και πλέον διαδεδομένο μακρύ εμπροσθογεμές τουφέκι των αρματολών, των κλεφτών και των αγωνιστών του 1821.
Τρομπόνι λέγεται το όπλο διασποράς με κάνη σε σχήμα χοάνης, χρησίμευε σε πλοία ή σε φρούρια, όπου δεν ενδιέφερε η σκόπευση του αντιπάλου αλλά η διασπορά πολλαπλών βλημάτων σε κοντινή απόσταση. Τρομπονάκι, είναι το ίδιο σε μέγεθος πιστόλας. Συνήθως χρησιμοποιούνταν από ναυτικούς ή σε φρούρια, όπου είναι δύσκολη η σκόπευση του αντιπάλου.

Το ντουφέκι του Εικοσιένα. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του.
Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός).
Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι».
Άλλος πάλι, ο Λεβίδης θεωρεί ότι προέρχεται από τη λέξη φυλλοκάρδι.
Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με κείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά.

Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι,
και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»

Κλεφτοπόλεμος

Όπως είναι γνωστό ο τρόπος πολέμου που οδήγησε στις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες στην ξηρά το 1821, ήταν ο κλεφτοπόλεμος. Οι επαναστάτες δηλαδή, πολεμούσαν αμυντικά οχυρωμένοι πίσω από βράχους ή χτισμένες μικρές μάντρες (ταμπούρια), δεν εκτίθονταν στο εχθρικό πλήθος απροκάλυπτα κι επίσης δεν ανοίγονταν στους κάμπους ελλείψει ιππικού. Προφανώς όταν έσπαγε η ορμή της εχθρικής επίθεσης, έκαναν αντεπιθέσεις (γιουρούσια) χρησιμοποιώντας τα σπαθιά τους. Ο τρόπος χρήσης των όπλων του 19ου αιώνα που απαιτούσαν συνεχές και σχετικά χρονοβόρο γέμισμα για μία μόνο βολή, καθόριζε και την πολεμική τακτική τους. Πολλές φορές ένας πολεμιστής γέμιζε συνεχώς και ο πιο έμπειρος και καλός σκοπευτής έριχνε εναλλάσσοντας τα όπλα που του γέμιζε ο συμπολεμιστής του. Το όπλο στηριζόταν στο μπράτσο και όχι στον ώμο, οπότε ο σκοπευτής έγερνε το κεφάλι προς τα δεξιά του για να σημαδεύσει. Οι πολεμιστές στο ταμπούρι φρόντιζαν να μην αδειάσουν σε καμία περίπτωση τα ντουφέκια τους ταυτόχρονα, γιατί τότε έδιναν τον απαραίτητο χρόνο στον εχθρό να τους πλησιάσει επικίνδυνα. Δηλαδή πυροβολούσαν με σύνεση και σύστημα ώστε να υπάρχει σταθερό και συνεχές πυρ. Επίσης σκόπευαν συνήθως τους «επίσημους» εχθρούς, μπαϊρακτάρηδες, μπουλουκμπασήδες, αγάδες κλπ, προκαλώντας πανικό και αταξία στους απλούς οθωμανούς στρατιώτες, τα «ταγκαλάκια» ή τους «νιζάμηδες» όπως λέγονταν. Επειδή πολλές φορές κινδύνευαν να «πέσει» ο εχθρός που έκανε γιουρούσι μέσα στα ταμπούρια και δεν προλάβαιναν να ξεθηκαρώσουν τα σπαθιά τους, τα είχαν γυμνά ήδη και καρφωμένα στο χώμα δίπλα από το μετερίζι τους, ώστε να ταχουν πρόχειρα αν πλησιάσουν οι εχθροί. Σε περίπτωση συνεχούς κίνησης και διαδοχικών γεμισμάτων και πυροβολισμών και συμπλοκών σώμα με σώμα, κάποιοι κουβαλούσαν τα σπαθιά στα δόντια τους, ώστε νά ‘χουν τα χέρια ελεύθερα να γεμίζουν. Μετά κρεμούσαν το ντουφέκι κι έπαιρναν το σπαθί.
Υπάρχει και το σχετικό τραγούδι «στα δόντια σούρνουν το σπαθί, στα χέρια το ντουφέκι».
Οι Τούρκοι συνήθως έκαναν γιουρούσι κατά κύματα, η επίθεσή τους συνοδεύονταν από κραυγές «αλλά, αλλά», από φωνές δερβίσηδων, προσευχές και δαιμονισμένο χτύπημα ταμπούρλων.

Βόλια από μολύβι.
Μεζούρα – Σέσουλα για την ακριβή μέτρηση της πυρίτιδας.
Στη μήτρα έχυναν μολύβι για να φτιάξουν βόλια.

Οι δικοί μας επίσης φώναζαν μόλις έκαναν κόντρα γιουρούσι, αλλά είχαν τρομπέτες αντί για τουμπελέκια για να συντονίζονται. Μπροστά πήγαιναν οι μπαϊρακτάρηδες που ήταν συνήθως οι πιο τολμηροί στρατιώτες και ξεκινούσαν την σφαγή με τη λόγχη της σημαίας. Μ΄ αυτού του είδους τον πόλεμο, τρεπόταν σε φυγή η μία παράταξη ή ήττα της ήταν οριστική. Οι κυνηγημένοι αν ήταν οι Τούρκοι, έβρισκαν καταφύγιο στα κάστρα τους, ή στο ιππικό τους, στην έσχατη ανάγκη πέταγαν τα ακριβά τους όπλα για να καθυστερούν τους διώκτες τους. Οι δικοί μας κατέφευγαν στα βουνά όπου υπήρχε ασφάλεια από το ιππικό των Τούρκων κι όλο και κάποια ομάδα Ελλήνων θα υπήρχε να τους καλύψει. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώθηκε να κρατηθούν οι πολιορκίες των κάστρων μέχρι να αναλάβει η πείνα και να πέσουν. Αναλάμβανε ο «στρατηγός Ψωμάς» όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Επίσης το πιάσιμο στενών περασμάτων και οι ενέδρες ήταν συνδεδεμένες με την τακτική του κλεφτοπολέμου και οι σημαντικότερες επιθετικές νίκες των επαναστατημένων ήταν αυτής της μορφής. Τα Δερβενάκια, τα Βασιλικά, η Αράχοβα, κλπ.

Ο ερχομός του τακτικού γυμνασμένου και διοικούμενου από Γάλλους στρατού του Ιμπραήμ πασά, άλλαξε εντελώς τις συνθήκες του πολέμου. Οι αστραπιαίες κινήσεις του, η πειθαρχία, το πυροβολικό, η γνώση του εδάφους και ο σχεδιασμός, ήταν εντελώς άγνωστα πράγματα τόσο για τους Έλληνες, όσο και για τα άτακτα Οθωμανικά στρατεύματα που είχαν αντιμετωπίσει ως τότε.
Η ξιφολόγχη (μπαγιονέτα) έδινε στους Αιγύπτιους επίσης και πλεονέκτημα στην εκ του συστάδην μάχη όταν ήταν συντεταγμένοι, έναντι μεμονωμένων παλληκαριών με τις πάλες τους. Γρήγορα κατάλαβαν οι Έλληνες ότι ο παλιός τρόπος πολέμου δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκες. Μετά τις συνεχείς ήττες, Σφακτηρία, Κρεμμύδι, Μανιάκι, Τρίκορφα ακολουθήθηκε η τακτική του κλεφτοπολέμου από πολύ μικρές και ανεξάρτητες ομάδες, που χτυπούσαν ακατάπαυστα μέρα και νύχτα εχθρικά αποσπάσματα, προκαλώντας τους συνεχείς απώλειες. Τα άτακτα σώματα διατηρήθηκαν, αλλά πλέον τα τακτικά σώματα αύξαναν σταθερά και επίσης ιδρύθηκαν την ίδια περίοδο και τα πρώτα σώματα ιππικού. Όπως το άτακτο του Χατζημιχάλη Δαλιάνη και το τακτικό του Πορτογάλου φιλέλληνα Αλμέιδα, που προσέφεραν σημαντική κάλυψη στις μάχες. Παράλληλη ήταν η εξέλιξη και στον οθωμανικό στρατό με τα πρώτα τακτικά σώματα των Τούρκων να κάνουν την εμφάνισή τους υπό τον Κιουταχή κατά τη διάρκεια την Ελληνικής Επανάστασης. Με τον ερχομό των Βαυαρών τα στρατεύματα πλέον ήταν μόνο τακτικά και ο «κλεφτοπόλεμος» συνεχίστηκε για κάποιες δεκαετίες ακόμα στα βουνά – «εμφύλιος» πια – μεταξύ «ληστών» και χωροφυλακής.

Η διακόσμηση των όπλων

Στόμιο κάννης καριοφιλιού με σχέδιο δρακοκεφαλής.

Τα διακοσμητικά θέματα των όπλων είναι εμπνευσμένα από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τη χριστιανική θρησκεία και τη λαϊκή παράδοση. Αξιοποιείται κάθε διαθέσιμη τεχνική αργυροχρυσοχοΐας: συρματερή, κοκκιδωτή, χτυπητή, εγχάρακτη, σαβάτι, με ένθετους λίθους κ.α., ανάλογα με την προτίμηση και την οικονομική επιφάνεια του κατόχου. Φυτικός, ζωϊκός ή γεωμετρικός διάκοσμος συνυπάρχει με συμβολικές ή αποτροπαϊκές παραστάσεις, χριστιανικά σύμβολα ή ανθρώπινες φιγούρες. Τόσο χριστιανοί, όσο και μουσουλμάνοι πολεμιστές πίστευαν σε υπερφυσικές δυνάμεις από τις οποίες ήταν απαραίτητο να προστατεύονται. Για το λόγο αυτό, οι λάμες των σπαθιών και οι κάνες των πυροβόλων διακοσμούνταν πολύ συχνά με αποτροπαϊκά σύμβολα όπως η σφραγίδα του Σολομώντα, με παραστάσεις αγίων ή της Παναγίας, με μυθικά όντα, δράκους και φίδια, ή με προστατευτικές αναγραφές, ξόρκια, ψαλμούς, στίχους του κορανίου κ.α. Τέτοια φυλαχτά αποσκοπούσαν να παρεμποδίσουν την επικράτηση του εχθρού με χρήση μαγικών μέσων, αλλά πρόσφεραν και προστασία από το μάτιασμα και άλλες δαιμονικές δυνάμεις.
Η κατοχή πλούσια διακοσμημένων από τους Οθωμανούς λάφυρων ήταν ζηλευτή ένδειξη επιτυχίας. Οι διακοσμήσεις αυτές διατηρούνταν δίπλα σε εκείνες που προσέθετε ο νέος κάτοχος, κι έτσι μερικές φορές εμφανίζονται διάφορα είδη διακόσμησης μαζί, ή ακόμα και χριστιανικά σύμβολα κοντά σε αναγραφές του κορανίου. Άλλα όπλα έφταναν στην ελληνική αγορά διακοσμημένα από τα Ιόνια Νησιά, με επιρροές ιταλικές. Οι ναυτικοί πάλι, λόγω της επαφής τους με τη Δύση, εφοδιάζονταν με πιο λιτά, αλλά τεχνολογικά ανώτερα όπλα.

Η ζωή των αγωνιστών

Όσο δύσκολη τη φαντάζεται κανείς. Ήταν μαθημένοι σε κακουχίες και σε εξαιρετικά λιτή διαβίωση. Ζούσαν με την ομάδα τους σε βουνά και λημέρια, σε μεγάλες ομάδες έως και χιλίων ατόμων, αλλά διατηρούσαν επαφές με τον υπόλοιπο κόσμο. Χρησιμοποιούσαν τους επενδύτες τους (καπότες) για να τυλίγονται και ξάπλωναν στο ύπαιθρο. Εάν παρουσιαζόταν ευκαιρία, μπορούσαν επίσης να κατασκευάσουν απλά τσαρδιά με κλαδιά και φύλλα. Εκτός από τα μοναστήρια ή κάποιους οικισμούς από τους οποίους μερικές φορές λάμβαναν τροφή κι εφόδια, σύνηθες γεύμα τους ήταν το παξιμάδι με ελιές, τυρί και ωμά κρεμμύδια ή σκόρδα – ή ό,τι από αυτά ήταν διαθέσιμο. Κρέας έτρωγαν μία φορά την εβδομάδα, εάν μπορούσαν να το αποκτήσουν. Στη διάρκεια μίας πορείας συνέλεγαν επίσης διάφορα άγρια χόρτα και ρίζες, που έβραζαν και έτρωγαν καθισμένοι σταυροπόδι σε κύκλο. Εάν τύχαινε να σκοτώσουν κάποιο μικρό ζώο, το έκοβαν σε κομμάτια που κατόπιν έψηναν στη φωτιά περασμένα στους οβελούς των όπλων.


Τάσι (κούπα) αγωνιστή.

Aσημένιο τάσι του αρματολού Στάθη Παπαγεώργη, με εγχάρακτη επιγραφή και χρονολογία 1787. Διάμ. 0,122 μ. Δωρεά Xρήστου Λόντου (ΓΕ 8359)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Τσότρα για κρασί του αγωνιστή Μακρυγιάννη.


Ο Samuel Howe (1801-1876), Αμερικανός χειρουργός που εντάχθηκε σε ένα τέτοιο σώμα, σημείωσε: «Έμεινα μήνες χωρίς να τρώω άλλο κρέας παρά τα σαλιγκάρια του βουνού ή ψητές σφήκες, εβδομάδες χωρίς ψωμί και μέρες χωρίς ούτε ψίχουλο φαγητού οποιουδήποτε είδους».
Η αντοχή τους στην πορεία σημειώνεται συχνά από τους ξένους εθελοντές που πολέμησαν δίπλα τους και που συχνά δυσκολεύονταν να τους ακολουθούν. Ο Maxime Raybaud (1795-1894) Γάλλος αξιωματικός που πολέμησε με τους Έλληνες επαναστάτες, σχολιάζει: «Τέτοιοι ακούραστοι πεζοπόροι δεν βρίσκονται σε κανένα άλλο έθνος».
Στη διάρκεια της κάθε εκστρατείας, οι αγωνιστές δεν άλλαζαν ρούχα, ούτε πλένονταν, εκτός από ένα περιστασιακό κατάβρεγμα σε κάποιο ρυάκι ή ποτάμι. Αντιθέτως, τα όπλα τους ήταν πάντα απαστράπτοντα, μιας και πρώτη τους έγνοια μόλις ξυπνούσαν το πρωί ήταν να τα καθαρίζουν και να τα τακτοποιούν. Η μοναδική τους φουστανέλα χρησίμευε επίσης ως τραπεζομάντιλο, πετσέτα κλπ.

Παλάσκες.
Το μεδουλάρι μικρό δοχείο κρεμασμένο από λεπτές αλυσίδες περιείχε λιπαντικές ουσίες για τη συντήρηση των όπλων.

Η μπαρουτοθήκη είχε στόμιο μικρό για να ρίχνουν δόσεις μπαρουτιού.

Μπαρουτοθήκη από εγχάρακτο ασήμι και λεπτομέρειες από ορείχαλκο. 19ος αι. μήκος 0,155 μ. (ΓΕ 6094)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Η παλάσκα (φυσιγγιοθήκη) περιείχε τις χαρτούτσες, έτοιμα φυσίγγια γεμισμένα με μπαρούτι και βόλια.

Eπίχρυση παλάσκα, με παράσταση της αναγεννημένης Eλλάδας, η οποία εικονίζεται ως θεά Aθηνά. Aνήκε στο στρατηγό Aλέξιο Bλαχόπουλο (1780/1787-1865), που πρωτοστάτησε στην εξέγερση της Δυτικής Στερεάς Eλλάδας τον Mάιο του 1821 και διακρίθηκε στη μάχη του Πέτα (4 Iουλίου 1822). Tο ηθικό του ανάστημα αναδείχθηκε κυρίως κατά τις δύο πολιορκίες του Mεσολογγίου, από τις 25 Oκτωβρίου ως τις 8 Nοεμβρίου 1822 και από τον Aπρίλιο του 1825 ως τον Aπρίλιο του 1826, καθώς και κατά την πολυύμνητη έξοδο όσων πολιορκημένων κατόρθωσαν να διαπεράσουν τον κλοιό του εχθρού, τη νύχτα της 10ης προς την 11η Aπριλίου 1826. Ύψος 0,12 μ. (ΓΕ 6173) ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Παλάσκα του Νικόλαου Φώτου Τζαβέλλα.

Επίχρυση παλάσκα με έκτυπο διάκοσμο από άνθη και πουλιά. Ύψ. 0,10 μ. (ΓΕ 6055)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Παλάσκα από επίχρυσο ασήμι του αγωνιστή Hλία Γιατράκου (;-1875), απόγονου παλαιάς οικογένειας προκρίτων της Μάνης, που πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες στον Αγώνα. Μέσα 19ου αι. Ύψ. 0,14 μ. Δωρεά του βασιλιά Γεωργίου B΄ (ΓΕ 6121)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ


Στη ζωή του ορεσίβιου ανυπότακτου, παρά τις αντίξοες συνθήκες, το γλέντι και το τραγούδι έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο. Οι ηθικοί κανόνες που ακολουθούσε ήταν αυστηρότατοι σε κάθε επίπεδο, και η παραβίασή τους τιμωρείτο σκληρά. Η χριστιανική θρησκεία αποτελούσε τη λυδία λίθο της ταυτότητάς του κι οι αγώνες του ενάντια στον αλλόθρησκο Τούρκο έπαιρναν στα μάτια του χαρακτήρα σταυροφορίας. Οι αγωνιστές, και ειδικά οι πρώην κλέφτες, τηρούσαν απαρέγκλιτα και τις νηστείες, θεωρώντας τις ως ισχυρότατο μέσο εξιλέωσης.

Ο συναισθηματικός δεσμός του πολεμιστή με τα όπλα του, ήταν πολύ ισχυρός. Τα όπλα ήταν κατεξοχήν προσωπικά αντικείμενα και η κατοχή ή η απώλεια τους ήταν συνυφασμένη με την αίσθηση τιμής και ανδρείας.
Ο κάθε πολεμιστής είχε τα δικά του όπλα, τα οποία τιμούσε σα να ήταν σύντροφοι ή γυναίκες του. Οι περισσότεροι τα διακοσμούσαν ανάλογα με τις δυνατότητές τους, ενώ πολλοί έδιναν όνομα στα όπλα τους, όπως για παράδειγμα, Θοδωρούλα, το καριοφίλι του Θεόδωρου Γρίβα, Κυρά Βασιλική, το καριοφίλι του Γεωργίου Καραϊσκάκη και Ασήμω η σπάθη του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όπως ο πλούτος των γυναικών ήταν στα κοσμήματα, έτσι αυτός των ανδρών βρισκόταν στον οπλισμό τους.
Στις ρευστές συνθήκες ζωής των πολεμιστών, το όπλο ήταν το μοναδικό αντικείμενο που δεν αποχωρίζονταν ποτέ. Παρόλο που στην ήττα δεν θεωρούσαν ντροπή να ρίξουν τα όπλα και να τραπούν σε φυγή – συχνά αυτό γινόταν επίτηδες για να καθυστερήσει ο εχθρός που τους κυνηγούσε – θρηνούσαν την απώλεια ενός όπλου σχεδόν όσο αυτή ενός συμπολεμιστή.

(* Περιλαμβάνονται πολύτιμες πληροφορίες από το άρθρο «Φορεσιά κι’ άρματα στην Επανάσταση» του Τάκη Λάππα τεύχος 546 του περιοδικού Νέα Εστία, 1950,
και από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.)

Εκθεση κειμηλίων 1821 στην Φ.Α.Α.Θ

Καριοφίλια, πιστόλες γιαταγάνια παραδοσιακές φορεσιές αλλά και τα «σκουλαρίκια Θεσσαλονίκης» στην έκθεση για τα άρματα και της φορεσιές των Ελλήνων κατά τον 19 αιώνα.

Link http://ellas2021.eu/weapons.html

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: