Περιήγηση στην Αθήνα της Μπελ Επόκ

H Αθήνα της Μπελ Επόκ (1871-1914) όπως τη θυμήθηκε καταγράφοντας τα βιώματά του ο Μίλτος Λιδωρίκης, διακεκριμένος συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός της γενιάς του 1890

Ο Αύγουστος στην Αθήνα, για τους περισσότερους, δεν είναι κάτι παραπάνω από ένας κακός συμβιβασμός. Παρά το γεγονός ότι οι αρχές του μήνα βρήκαν δημοφιλή πλακόστρωτα και ασφάλτους με περισσότερο βάρος από ότι τις άλλες χρονιές το κέντρο της πόλης, ειδικά τη νύχτα, εξακολουθεί να υπολειτουργεί.

Μπορείς να απολαύσεις άνετα μπαρ που κανονικά πρέπει να κρατήσεις την ανάσα σου, σαν σε μακροβούτι μέσα στο στριμωγμένο πλήθος ή να φύγεις ηττημένος γιατί το τάδε μαγαζί έχει πάει διακοπές και το δείνα επιστρέφει μετά τον Δεκαπενταύγουστο και δεν υπάρχει κανείς έξω.

Δεν ήταν πάντα όμως έτσι οι θερινές νύχτες στην Αθήνα. Ή τουλάχιστον δεν ήταν έτσι στην Αθήνα της Μπελ Επόκ (1871-1914) όπως θυμήθηκε και κατέγραψε τα βιώματά του ο Μίλτος Λιδωρίκης (1871-1951) διακεκριμένος συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός της γενιάς του 1890, καθώς και προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου .

Ηδη από όταν έγραφε τα απομνημονεύματά του, το 1940, θεωρούσε τη νυχτερινή ζωή της πόλης να έχει ξεθυμάνει. Τα χειρόγραφα, αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ασύρματος» της εποχής, παρέμειναν αδημοσίευτα στο συρτάρι του σπουδαίου δημοσιογράφου και γιου του, Αλέκου Λιδωρίκη. Μέχρι που, περίπου 80 χρόνια αργότερα, η Ζωζώ Λιδωρίκη, πρόεδρος των Διεθνών Σχέσεων Πολιτισμού τα έδωσε για επιμέλεια στις εκδόσεις Polaris και έτσι προέκυψε μια εκτενής μαρτυρία με όσα θυμόταν ο Μίλτος Λιδωρίκης για την Αθήνα αυτού του μακρινού τότε

«Η νυκτερινή θερινή κίνησις ήταν αφαντάστως ζωηρά τότε, κι αυτό γιατί ο κόσμος μετά το θέατρο, τα ιπποδρόμια και τα άλλα θεάματα δεν πήγαινε να παραδοθεί εις τας αγκάλας του Μορφέως, αλλά γέμιζε τα ανοικτά κέντρα και εκάθητο σε αυτά μέχρι των πρωινών ωρών», γράφει.

Μουσικές, νερό Καισαριανής, λεμονάδα του πάγου στην πλατεία Συντάγματος και τηλεσκόπια στο Ζάππειο. Ορχήστρες στα ζαχαροπλαστεία και τα καφενεία της Ομόνοιας, διεθνείς αρτίστες που ξημέρωναν στα μαγαζιά στο Μετς, νταηλίκια και καβγάδες στην τότε πλατεία Ελευθερίας για τα μάτια μιας Μαρίας.

«“Ας πάει το παλιάμπελο!” φώναξε ο ηλικιωμένος μεγαλοκτηματίας Ανδρέας Λόντος σε κατάσταση ερωτικού ντελιρίου, παρακολουθώντας την παράσταση της ιταλίδας Ρίτα Μπάσο το 1842 στην Αθήνα, ρίχνοντας στα προκλητικά κάτω άκρα της πολυτάλαντης θεατρίνας και το τελευταίο κομμάτι της μεγάλης περιουσίας του. Η εν λόγω θεατρίνα δεν ήταν η μόνη που από σκηνής θεάτρου, καφωδείων, καμπαρέ ή καφέ σαντάν συνέγειραν το ερωτικό αίσθημα του ανδρικού πληθυσμού της πρωτεύουσας. Ετσι ξεκίνησε αυτή η παράδοση, ξεκίνημα που δεν άφησε αδιάφορο τον Μακρυγιάννη που στα απομνημονεύματά του καταφέρθηκε με οργή εναντίον της ερωτομανίας των συμπολιτών του, νέων και γέρων. Ωστόσο η αδυναμία δεν περιορίσθηκε και πολλές περιουσίες εξανεμίσθηκαν, με τους τοκογλύφους να προσεύχονται για την προκοπή των εισαγόμενων “φαινομηρίδων” (και όχι μόνο) και στην αντοχή των προσκυνητών τους» (Φωτ. αρχείο Αλέκου Λιδωρίκη /Εκδόσεις Polaris)

Και όλα αυτά τα τοπόσημα, μέρη από όπου είμαστε συχνά περαστικοί, είχαν ένα παράδοξο κοινό: πυροτεχνήματα. Σχεδόν κάθε νύχτα τα μαγαζιά έβγαζαν ανακοίνωση πως «θα καώσι μεγαλοπρεπή πυροτεχνήματα» τα οποία συνωστίζονταν για να δουν πλήθη Αθηναίων. Ο θόρυβος τους σε συνδυασμό με τη δυνατή μουσική από ορχήστρες, περιοδεύουσες και μη, οδήγησε στη σύσταση του συλλόγου «Ησύχων Πολιτών», άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι δυσκολεύονταν να κοιμηθούν από τον διαρκή θόρυβο δίπλα στα σπίτια τους. Γι’αυτό, ίσως δικαίως, ο Μίλτος Λιδωρίκης αποκαλεί την πόλη «διανυκτερεύον φρενοκομείο».

Συγκεκριμένα όμως η νυχτερινή διασκέδαση της εποχής και των κύκλων του Λιδωρίκη δηλαδή πολιτικοί, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί, άνθρωποι του πνεύματος, ξεκινούσε από εστιατόρια όπως το Καφέ Ρεστοράν ή την «μπύρα» (μία από τις μπυραρίες που είχαν ανοίξει στην Αθήνα δηλαδή) και κατέληγε σε καφέ-σαντάν,τα οποία έπαιζαν ευρωπαϊκή μουσική, τα καφέ-αμάν που παίζαν ανατολίτικη μουσική ή στα λεγόμενα κλουμπ.

Φωτογραφία του Μίλτου Λιδωρίκη με τα χέρια στις τσέπες. Η ανεμελιά και η μποέμικη διάθεσή του είναι ολοφάνερες στην πόζα του (Φωτ. αρχείο Αλέκου Λιδωρίκη /Εκδόσεις Polaris)

Από όσους διανυκτέρευαν λίγοι ήταν πραγματικά ξενύχτηδες κατ’ ίδιοτητα  και σε αυτούς αφιερώνεται ένα ξεχωριστό χωρίο: «Αττικαί νύκτες – Οι πραγματικοί ξενύχτηδες». Σε αυτό το κεφάλαιο, όπως και σε άλλα, ο Μίλτος Λιδωρίκης απλώνει μεγάλες παραγράφους στις οποίες αριθμεί τους ανθρώπους που ξημέρωναν στο κάθε μαγαζί, τις ιστορίες πλανόδιων μικροπωλητών, σερβιτόρων και μαγαζατόρων, σε μια κοπιώδη προσπάθεια να μη λησμονηθεί κανείς σε αυτή την Αθήνα που ήδη όταν τα έγραφε αυτά είχε χαθεί ανεπιστρεπτί.

«Θέλω όλους να τους αναφέρω για να δείξω, όπως είπα, ότι δεν ξενυχτούσαν οι αργόσχολοι αλλά οι δουλευταράδες», γράφει. Τους ξεχωρίζει αμέσως σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ξημέρωναν στην Ομόνοια και αυτούς που ξημέρωναν στο Σύνταγμα. Οι πρώτοι κινούνταν μαζί με το πλήθος στα πολυθόρυβα μαγαζιά και γλεντούσαν, ενώ οι δεύτεροι περνούσαν τις νύχτες σε παρέες με καφέδες, ναργιλέδες και κουβέντες στα απομακρυσμένα τραπέζια του καφενείου «Γιαννόπουλου-Ζαχαράτου».

Φαίνεται να θεωρεί «πραγματικούς» τους δεύτερους. «Ξενύκτηδες με πατέντα, τακτικοί σαν να πούμε επαγγελματικοί, ήσαν όχι εκείνοι που χαιρετούσαν την αυγή γλεντώντας, αλλά όσοι κάθε βράδυ έμεναν έξω από τα σπίτια τους, όλες τις νύκτες του έτους», γράφει ο Μίλτος Λιδωρίκης. «Οι άνθρωποι αυτοί ήταν αδύνατον να κοιμηθούν αν δεν άνοιγαν την εξώθυρά τους τις πρωινές ώρες. Ούτε λόγο ούτε δουλειά είχαν να ξενυκτούν. Συνήθεια της ωραίας ζωής που έκαναν. Κάτι θα τους έλειπε αν παρέλειπαν να συναντηθούν, μετά τα μεσάνυκτα, στο κέντρο του ξενύκτιου της παρέας τους».

Ως μεγάλους ξενύχτηδες αναφέρει ανάμεσα σε πολλούς, τους διευθυντές των σημαντικών αθηναϊκών εφημερίδων, συγγραφείς όπως τον Εμμανουήλ Ροΐδη και φυσικά τον «μέγα ξενύκτη» Τίμο Μωραϊτίνη, ο οποίος είχε αποκρυσταλλώσει την καθιερωμένη βόλτα μετά το ξενύχτι στις πιπεριές της Λεωφόρου Αμαλίας σε χρονογράφημα του 1900.

Ο ίδιος γράφει για αυτό: «Φεύγοντας οι ξενύκτηδες από το στρατηγείο τους και προτού πάνε σπίτι τους έκαναν μια ρομαντική βόλτα ως τις Πιπεριές, τη σημερινή δεντροστοιχία της λεωφόρου Αμαλίας, για ν’ακούσουν τον κούκο τον χειμώνα και τ’ αηδόνια την άνοιξη και το καλοκαίρι που γλυκοκελαϊδούσαν στο βασιλικό περιβόλι. Τ’ αηδόνια του βασιλικού περιβολιού ήσαν τα παλιά  χρόνια μια απόλαυσις για τους Αθηναίους».

«Κι όμως η Αθήνα είχε εξελίξει το συγκοινωνιακό της δίκτυο με ιππήλατα τραμ που στέκονταν στις στάσεις όπου αποβιβάζονταν κι επιβιβάζονταν επιβάτες με διάφορους προορισμούς, σε δρομολόγια που ορίζονταν στα πλαίσια μερικών τετραγωνικών χιλιομέτρων. Μπορούμε να υποθέσουμε πως στα νεανικά του χρόνια ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης μπορεί να υπήρξε επιβάτης σε κάποιο τέτοιο μέσο (εδώ στην οδό Σταδίου) και είχε την απίστευτη για μας σήμερα τύχη να μπορεί να κάνει τον γύρο ολόκληρης της Αθήνας που τα όριά της ήταν οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός, η Λαχαναγορά, τα Παραπήγματα (αρχή της οδού Βουλιαγμένης), η Αλυσίδα (τέρμα Πατησίων) και το Θησείο» (Φωτ. αρχείο Αλέκου Λιδωρίκη /Εκδόσεις Polaris)

Φυσικά τα απομνημονεύματα του Μίλτου Λιδωρίκη δεν περιορίζονται στους τόπους εγκλήματος των νυκτόβιων πλασμάτων της Μπελ Επόκ. Από το πατρικό του στην Πανεπιστημίου 10, δίπλα στο Ιλίου Μέλαθρον ως παιδί, μέχρι τις βεγγέρες στα σπίτια επιφανών Αθηναίων, την πολιτική, ως τη μόδα, τη συγκοινωνία, τις γιορτές και τα προάστια του Φαλήρου και της Κηφισιάς,  χτίζεται μια άλλη Αθήνα εκεί όπου έχουμε συνηθίσει να την περπατάμε βιαστικά προς κάπου.

«Κανείς σημερινός παρατηρητής δεν μπορεί να βοηθήσει αναγνωρίζοντας τις φάτσες των Αθηναίων που σατιρίζει ο γελοιογράφος του Σκριπ της 30ης Ιουλίου 1895. Οπωσδήποτε όμως πρόκειται για γνωστούς στην εποχή τους τύπους που ανεβοκατέβαιναν στην Κηφισιά με το θρυλικό τρένο, με τα δρομολόγια του οποίου ενισχύονταν η ανάπτυξη του κατάφυτου προαστίου, αντίπαλου δέους στην προτίμηση των παραθεριστών του Φαλήρου» (Φωτ. αρχείο Αλέκου Λιδωρίκη /Εκδόσεις Polaris)

Ράνια Ζώκου

Η Αθήνα τον Αύγουστο την εποχή της Μπελ Επόκ

Αυτό που παραμένει σταθερό στην πορεία του χρόνου, δεν είναι άλλο, από την ζωντάνια της πόλης.

Ένα ζευγάρι γεφυράκια του Ιλισού. Ο φαρδύς χωματόδρομος της δεξιάς όχθης αναγνωρίζεται ως η λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας.
Ένα ζευγάρι γεφυράκια του Ιλισού. Ο φαρδύς χωματόδρομος της δεξιάς όχθης αναγνωρίζεται ως η λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας.

Ανατρέχοντας την ιστορία της Αθήνας τα τελευταία 100 χρόνια περίπου, διαπιστώνει κανείς ένα χαρακτηριστικό της που παραμένει σταθερό στην πορεία του χρόνου και δεν είναι άλλο από την ζωντάνια της πόλης. Η έκτασή της και ο πληθυσμός της γιγαντώθηκαν. Από 140.000 περίπου κατοίκους έναν αιώνα πριν, σήμερα ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών ξεπερνά τα 3 εκατ. κατοίκους. Η φυσιογνωμία της πόλης στην πορεία του χρόνου άλλαξε εντελώς, καθώς ελάχιστα είναι τα κτίρια που έμειναν όρθια, γειτονιές ολόκληρες γεννήθηκαν, ποτάμια και ρέματα «εξαφανίσθηκαν» κάτω από τόνους τσιμέντο.

Η Αθήνα απέκτησε μια εντελώς νέα όψη, με ένα διάλογο ανάμεσα σε διάφορες Σχολές Αρχιτεκτόνων να παραμένει πάντα επίκαιρος και να αφορά στο εάν και πώς θα μπορούσε να είχε αναπτυχθεί με έναν διαφορετικό τρόπο, διατηρώντας περισσότερα στοιχεία από την αρχική της φυσιογνωμία.

Η πλατεία Ομονοίας το 1928.
Η πλατεία Ομονοίας το 1928.

Αυτό όμως που δεν άλλαξε, όπως προαναφέρθηκε, είναι η ζωντάνια της πόλης ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι κάτοικοι της και οι επισκέπτες της από κάθε μεριά του κόσμου, τότε και σήμερα γεμίζουν θερινά θέατρα και κινηματογράφους, ανοικτές καλοκαιρινές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, πλατείες, ταβέρνες, κέντρα διασκέδασης. Μένουν πολλές φορές μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, δημιουργώντας ένα εορταστικό κλίμα, δικαιώνοντας την φήμη της Αθήνας, ως μια από τις πόλεις που δεν κοιμάται ποτέ, σε σύγκριση μάλιστα με πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.

Την ατμόσφαιρα της εποχής στις αρχές του 19ου αιώνα μεταφέρει ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης, συγκρίνοντας την με τα μέσα του 19ου αιώνα. Δύο εποχές που της έζησε σε δύο διαφορικές φάσεις της ζωής του ο Μ. Λιδωρίκης που γεννήθηκε το 1871 και στη διάρκεια της ζωής του υπήρξε διακεκριμένος θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός της γενιάς του 1890.

Γράφει ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης για τις θερινές νύχτες της Αθήνας στα απομνημονεύματα, στην εφημερίδα «Ασύρματος», που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται τον Μάρτιο του 1940 και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου των εκδόσεων Polaris με τίτλο «Μίλτος Λιδωρίκης – Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ».

Η ανακαινισμένη πλατεία Ομονοίας το 1930.
Η ανακαινισμένη πλατεία Ομονοίας το 1930.

«Ατελείωτη η κίνησις του κόσμου. ζωηρά, θορυβώδης, διασκεδαστική»

«Εις τα Παριλίσσια -από του Κήπου του Ορφανίδη, έναντι Αγγλικής Εκκλησίας, που υπήρχεν μεγάλη ποικιλία προγράμματος βαριετέ, μέχρι του «Μετς», που στέκεται ακόμη στα θεμέλιά του, σημάδι ιστορικό πολλών περασμένων χρόνων – ατελείωτη η κίνησις του κόσμου. ζωηρά, θορυβώδης, διασκεδαστική. Αλλά μήπως και βρίσκονταν κοντά στας Αθήνας ήταν λιγότερη; Όχι βέβαια.

Ας αρχίσουμε από το Σύνταγμα. Μουσικές, πυροτεχνήματα – πολύ αργότερα κινηματογράφος. Νερό Καισαριανής, λεμονάδες του πάγου. Εις «του Γιαννάκη», ορχήστρα πλήρης. Στο «Καφέ Ρεστοράν», ορχηστρούλα στον «δροσόλουστον κήπον» με τις μπαξιάνες και τα γκιούλ μπρισίμ, δένδρα ωραιότατα και μεγάλα, που γέμιζαν την ατμόσφαιρα δροσιστική μυρωδιά. Εις το ρεστοράν «Κοινή Γνώμη», φαγητόν εκλεκτόν και μουσική πρώτης γραμμής. Τραγουδισταί στο «Μετς», και τις πρωινές ώρες του ξημερώματος άσματα του ρεπερτορίου των αρτιστών το «Άντρου των νυμφών» από τις ίδιες. στον κήπο της «Έδέμ», κλειδοκύμβαλον, βιολί, φλάουτο, Γερμανίδες, Ουγγαρέζες, Ιταλίδες.

Πλατεία Ελευθερίας, σαντούρια και τραγούδια της καρδιάς. «Στα Σάλωνα» σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια, και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλικάρια». Μεγάλη φασαρία, επιδείξεις, παλικαροσύνες, νταηλίκια και δώσ′ του τα κατοστάρικα να πέφτουν στο προσφερόμενον κατά διαλείμματα παρά της Μαρίας ντέφι, οπότε μετά πολλού κόπου, λόγω του πάχους της, κατήρχετο από το παλκοσένικο στην προ του καφενείου πλατείαν, ολόκληρην πιασμένην από τραπεζάκια.

Σταθμός ΗΣΑΠ Ομόνοια, 1895.
Σταθμός ΗΣΑΠ Ομόνοια, 1895.

«Η Ομόνοια αντηχούσε από τις ορχήστρες των καφενείων»

Η Ομόνοια αντηχούσε από τις ορχήστρες των καφενείων «Χαραμή» και «Ζούνη». πρέπει να σημειώσω ότι όχι μόνον τα δέκα χρόνια 1885-1895, αλλά και για χρόνια πολλά, πυροτεχνήματα κατά το θέρος γέμιζαν κάθε υπαίθριο νυκτερινό πρόγραμμα.

Εις όλες τις πλατείες, κεντρικές και απόκεντρες, σχεδόν κάθε βράδυ εκαίοντο πυροτεχνήματα, που αναστάτωναν τις γειτονιές με τας εκπυρσοκροτήσεις των. Όταν στας διαφημίσεις των κέντρων εδημοσιεύετο ότι «θα καώσι μεγαλοπρεπή πυροτεχνήματα», ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί ο κόσμος που συνέρρεεν. Και εις τα καλοκαιρινά θέατρα, κατά τα διαλείμματα, εκαίοντο πυριφλεγείς μύλοι εκτοξεύοντες χρυσές σπίθες, ερρίπτοντο ρουκέτες με κανδηλάκια και εφωτίζετο ολόκληρος ο πέριξ του θεάτρου χώρος από καιόμενα βεγγαλικά.

Μαζί με τα πυροτεχνήματα ξαπέστελναν προς το άπειρον και μεγάλα μπαλόνια φωτισμένα. Και όταν αυτά άρχιζαν ν′ ανεβαίνουν προκαλούσαν τις κραυγές των αγυιοπαίδων. Κυριολεκτικώς χαλούσεν ο κόσμος και πολλάκις επενέβαινε η αστυνομία.

Η νυκτερινή θερινή κίνησις ήταν αφαντάστως ζωηρά τότε, κι αυτό γιατί ο κόσμος, μετά τα θέατρα, τα ιπποδρόμια και τα άλλα θεάματα, δεν πήγαινε να παραδοθεί εις τας αγκάλας του Μορφέως, αλλά γέμιζε τα ανοικτά κέντρα και εκάθητο σε αυτά μέχρι των πρωινών ωρών.

Αληθής συνωστισμός παντού. Γεμάτα όλα τα θερινά μαγαζιά που είχαν τραπεζάκια στις πλατείες και στα πεζοδρόμια. Κι αυτό δεν συνέβαινε μόνον στο κέντρον της πόλεως. Παντού τα ίδια, σε όλες τις γειτονιές. Αληθινή μουσικομανία κατελάμβανε την Αθήνα το καλοκαίρι. Αφού και στα θέατρα της πρόζας κατά τα διαλείμματα έπαιζε μουσική.

Τα ιταλικά μελοδράματα ήσαν η προτίμησις του φιλομούσου αθηναϊκού κοινού. Ριγολέτος, Ερνάνης, Τραβιάτα, Τροβατόρε, Μπάλο ιν μάσκερα, Ντούε Φόσκαρι, Λίνδα, Ιόνη, Ναμπούκο, Λουτσία, Νόρμα: Αυτά, και άλλα μουσικά δημιουργήματα της ιταλικής μουσικής, αποτελούσαν το τακτικό ρεπερτόριο των ορχηστρών που έπαιζαν στα θέατρα, στις πλατείες, στα πάλκα των καφενείων..

«O Σύλλογος των «Ησύχων Πολιτών» και πολλές εφημερίδες άρχισαν πόλεμον εναντίον των νυκτερινών θορύβων»

Η μουσικομανία και πυροτεχνηματομανία των Αθηναίων προκαλούσαν αφάνταστον θόρυβον και πρωτοφανή συνωστισμόν εις τας πλατείας. Αι απομιμήσεις θορυβωδών εμβατηρίων, δεν άφηναν τους Αθηναίους να κοιμηθούν. Διαρκώς μπαμ και μπουμ!

O Σύλλογος των «Ησύχων Πολιτών» και πολλές εφημερίδες, τη παρακλήσει των αναγνωστών τους, άρχισαν πόλεμον εναντίον των νυκτερινών θορύβων. Έις μάτην. Οι Αθηναίοι εζήτουν επιμόνως μουσικάς και πυροτεχνήματα.

Ένα από τα πλέον πολυθόρυβα κέντρα της Ομονοίας ήταν και η αίθουσα Κότση. Το κέντρον αυτό τραβούσε κάθε βράδυ πολύν κόσμον και μάζευε άφθονον χρήμα. Τι γινόταν εκεί; Έπαιζε το κλειδοκύμβαλον τεμάχια ηδύμολπα.

Η Αθήνα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η Αθήνα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

«Η βεράντα της Μεγάλης Βρετανίας»

Από τα αριστοκρατικά νυκτερινά κέντρα της αθηναϊκής υπαίθρου ζωής, εκτός των εξοχικών, ήσαν η βεράντα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», η μπύρα του Γουλιέλμου στην οδόν Όθωνος, σήμερον δεν υπάρχει, το παλαιόν ζαχαροπλαστείον του Κωστή Γιαννάκη, απέναντι του σημερινού, η κοντά σε αυτό πρωτότυπος και ιστορική μπύρα του Κεσάτη και τα περί την Πλατείαν του Συντάγματος καφενεία, ζαχαροπλαστεία και ζυθεστιατόρια.

Το περιβάλλον της βεράντας της «Μεγάλης Βρετανίας» ήταν εξαιρετικά ωραίον και συμπαθέστατον, με την αφθονίαν των ξένων που επεσκέπτοντο τότε την Ελλάδα, όχι καραβάνια περαστικά όπως σήμερα, αλλά ως ταξιδιώτες που έμεναν τόπους. Οι τουρίστες της εικοσαετίας από του 1885 έως τα 1905 ήσαν όλοι τύποι χαρακτηριστικοί, ντυμένοι ιδιόρρυθμα, φάτσες περίεργες και ενδιαφέρουσες, που σήμερα δεν υπάρχουν. αυτούς τους ξένους περιηγητάς, ιδιαιτέρως τους Άγγλους, τους απηθανάτισαν στην Ελλάδα η σάτιρα, η γελοιογραφία, τα ελληνικά κωμειδύλλια, οι κωμωδίες, οι επιθεωρήσεις και τα καρναβάλια Ήσαν όλοι λόρδοι. Έτσι τους ονόμαζε ο λαός».

Στα παλιά περασμένα χρόνια τα ξενοδοχεία της «Μεγάλης Βρετανίας» και της «Αγγλίας» γέμιζαν από ωραίους τύπους περιηγητών, που στόλιζαν το χειμώνα τα σαλόνια και το καλοκαίρι τις βεράντες. Ήσαν αληθινά τόσο ξεχωριστοί τύποι οι περιηγηταί και αι περιηγήτριες της εποχής εκείνης, που αποτελούσαν θέαμα για τους κατοίκους. Ο κόσμος τούς έπαιρνε από πίσω στους δρόμους, και όταν περι εφέροντο στην πόλη, όρθιοι μέσα στα αμάξια λαντό, αποτελούσαν αστείο θέαμα.

Το ζαχαροπλαστείο του «Γιαννάκη», αριστοκρατικότατο των Αθηνών, γειτόνευε τότε με μια βρόμικη ξύλινη παράγκα, που χρησίμευε για εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού και ήταν αληθινά εστία σκουπιδιών και βρόμας. Και όμως ημέρες στην πρωτεύουσα κάνοντας διάφορες εκδρομές στους αρχαιολογικούς τίποτε δεν εμπόδιζε τον καλό κόσμο της Αθήνας να μαζεύεται τη νύκτα στο πεζοδρόμιο του ζαχαροπλαστείου και υπό τας μεγάλας πιπερέας του να στριμώχνεται για να μπορέσει να βρει θέση στην «Πατισερί Ρουαγιάλ» του Κωστή Γιαννάκη.

Η Αθήνα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η Αθήνα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Περίφημο μαγαζί ήταν και η «Πομπηία», πάνω στις δενδροφυτευμένες και ρομαντικές όχθες του κλαυθμυρίζοντος Κηφισσού. Η «Τέρψις», κι αυτή πολυσύχναστο κέντρο. και πόσα άλλα ακόμη γύρω από την εκκλησία και τα γεφύρια! Όλη τη νύκτα η Κολοκυνθού αντηχούσε από τα αθάνατα τραγούδια του Ροδίου, του Στρουμπούλη, του Κοκκίνου, του Πολυκράτη, του Θεοφανόπουλου, του Αμπελέτ, του Σπινέλη και από τις αξέχαστες άριες των ιταλικών μελοδραμάτων, που θαυμάσια τις τραγουδούσαν οι παλαιοί Αθηναίοι τραγουδισταί. Εις την οδόν Γ΄ Σεπτεμβρίου, εις το Γεράνι, την οδόν Πειραιώς, την πλατείαν Ελευθερίας και όλα τας πλατείας, την νύκτα εμαζεύετο πάρα πολύς κόσμος. Aληθής συνωστισμός εδημιουργείτο παντού».

Το εκκλησάκι τον Αγίων Θεοδώρων, το 1893.
Το εκκλησάκι τον Αγίων Θεοδώρων, το 189

HuffPost Greece

Μια βόλτα στην Αθήνα της Μπελ Επόκ

Είκοσι μαγικές εικόνες των ανθρώπων, των δρόμων και των γειτονιών της Αθήνας, όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα.

Μια βόλτα στην Αθήνα της Μπελ Επόκ

της Ηρώς Κουνάδη

Η Αθήνα του Τσίλλερ. Η Αθήνα του Όθωνα. Η Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα, και των τελών του 19ου. Η Αθήνα που είχε «το ωραιότερο θέατρο της Ευρώπης», που φωτιζόταν με λάμπες γκαζιού, που είχε λάσπες στους δρόμους της και φοινικιές στις πλατείες της.

Η Αθήνα της Μπελ Επόκ, της «Ωραίας Εποχής» που κράτησε από το 1871 ως το 1914, όταν ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο κόσμος σταμάτησε να είναι ωραίος.

Ακολουθήστε μας, σε μια νοσταλγική βόλτα στους δρόμους και τις πλατείες της.


Η οδός Ερμού, όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο βάθος, το ανάκτορο του Όθωνα –η σημερινή Βουλή.


Αθηναϊκό πανόραμα του 1890. Στα αριστερά, ο ναός του Ηφαίστου, στο Θησείο.


Η λεωφόρος Αμαλίας, το 1890.


Η Ομόνοια, τη δεκαετία του 1870.


Ο Ναός του Ολυμπίου Διός και η Πύλη του Αδριανού, στη σημερινή λεωφόρο Συγγρού, όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα.


Οι καμάρες του Ηρωδείου, μπροστά από την Ακρόπολη, στη σημερινή Διονυσίου Αρεοπαγίτου.


Στον Εθνικό Κήπο, το 1891.


Η παραλία του Φαλήρου, το 1875.


Η Ομόνοια, το 1900.


Αμαξάς μπροστά από το Πολυτεχνείο, το 1900.


Ιππήλατο τραμ (και δίπλα του… βοσκός με πρόβατα) μπροστά από το Νοσοκομείο Ευαγγελισμός.


Η οδός Αθηνάς όπως ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα.


Ο Ελαιώνας, το 1907.


Η Ακρόπολη φωτογραφημένη από τον Λυκαβηττό, το 1910.


Το Δημοτικό Θέατρο του Τσίλλερ, το «ωραιότερο θέατρο του κόσμου», στην πλατεία που σήμερα αποκαλούμε με το όνομα του ανθρώπου που το κατεδάφισε (Κοτζιά).


Η Ερμού, το 1912.


Η Σταδίου των αρχών του 20ου αιώνα.


Η Αγία Ειρήνη, στην οδό Αιόλου.


Το πιστεύετε ή όχι, αυτή είναι η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ. Ναι, στο Κολωνάκι.

Σχολιάστε