Ωδείο Ηρώδου Αττικού: Ενα Μέγαρο Μουσικής της αρχαιότητας

Οι εργασίες όπως θα ήταν σε εξέλιξη περί το 164 μ.Χ. στο Ωδείο, που θα έπρεπε να κατέχει το ρεκόρ για το μεγαλύτερο άνοιγμα στέγης εκ φυσικής ξυλείας χωρίς ενδιάμεσα στηρίγματα

Η ιστορία του Ωδείου Ηρώδου Αττικού (ΕΛΕΝΗ-ΑΝΝΑ ΧΛΕΠΑ)

Τον 2ο π.Χ. αι. ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β’ δώρισε στους Αθηναίους ένα κτίριο για τις ανάγκες των παραστάσεων του Διονυσιακού θεάτρου. Επρόκειτο για ένα επίμηκες διώροφο οικοδόμημα που επικοινωνούσε με τη δυτική πάροδο του θεάτρου και έμεινε γνωστό ως στοά του Ευμένη. Το νέο οικοδόμημα χρησίμευε για την προστασία των θεατών από την κακοκαιρία ενώ λειτουργούσε και ως «φουαγιέ» του θεάτρου, δεδομένης της μεγάλης διάρκειας των γιορτών και των παραστάσεων. Σήμερα, από το κτίριο αυτό σώζεται, στα βόρεια, τμήμα του αναλημματικού τοίχου που διακρίνεται από την επιβλητική τοξοστοιχία του.

Στα δυτικά της στοάς του Ευμένη ιδρύθηκε το 166 μ.Χ. ένα δεύτερο θέατρο από τον αθηναίο φιλόσοφο Ηρώδη τον Αττικό, εις μνήμην της συζύγου του Ρήγιλλας. Ήταν στεγασμένο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις. Το Ωδείο του Ηρώδη, όπως είναι γνωστό, που χαρακτηρίζεται από τον περιηγητή Παυσανία (2ος μ. Χ) ως «το αξιολογότερο από όλα τα άλλα οικοδομήματα του είδους», Καταστράφηκε από πυρκαγιά περίπου εκατό χρόνια μετά την ανέγερσή του (267 μ.Χ.). Λειτουργικά, συνδέθηκε τόσο με το ισόγειο όσο και με τον όροφο της στοάς του Ευμένη στο δυτικό της άκρο. Η αρχιτεκτονική συναρμογή των δύο οικοδομημάτων ήταν επιτυχής, παρά τη χρονική απόσταση της κατασκευής τους: η διαμόρφωση της νότιας όψης του ωδείου από μεγάλα ανοίγματα με τοξοειδή υπέρθυρα και λαξευτή τοιχοποιία, αρθρώνεται οργανικά με τον ρυθμό της στοάς. Το ενοποιημένο αυτό σύνολο στις υπώρειες της Ακρόπολης αναδεικνύει το ύπερθεν συγκρότημα των ναών διατηρώντας παράλληλα τον εμβληματικό, κοσμικό χαρακτήρα του.

Το ωδείο

Το μαρμάρινο κοίλο του ωδείου διαιρείται από το μεσαίο διάζωμα σε κάτω και άνω κοίλο. Το κάτω κοίλο είχε 6 κλίμακες και 5 κερκίδες το άνω κοίλο είχε 11 κλίμακες και 12 κερκίδες. Η χωρητικότητά του ήταν για 4.800 θεατές. Στον ανώτερο διάδρομο υπήρχε περιμετρικός τοίχος που έφερε αβαθείς εσοχές, που λειτουργούσαν ως ηχεία, ενισχύοντας την ακουστική του χώρου. Στο κάτω διάζωμα υπήρχαν –πιθανότατα- τοποθετημένα ορειχάλκινα ηχεία, για την αύξηση της έντασης του ήχου. Το κοίλο, που σε κάτοψη ξεπερνά το ημικύκλιο, συνδέεται με δύο μνημειακά κλιμακοστάσια τοποθετημένα εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος. Οι είσοδοι των κλιμακοστασίων είχαν ψηφιδωτά. Η πρώτη σειρά καθισμάτων, που χωρίζεται με μικρό διάδρομο από τη δεύτερη, ήταν η λεγόμενη προεδρία δηλ. καθίσματα επισήμων, όπως και σήμερα. Η ημικυκλική ορχήστρα είχε επίστρωση από χρωματιστά μάρμαρα, που ανακατασκευάστηκαν στους νεώτερους χρόνους.

Μπροστά από το κοίλο βρίσκεται η επιβλητική ορθογώνια σκηνή μήκους 35.00μ., τριώροφη με συνολικό ύψος 28.00μ. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός πρέπει να ήταν ο αρχιτεκτονικός και γλυπτικός διάκοσμος με επένδυση από πολύχρωμα μάρμαρα. Η όψη της σκηνής προς το κοίλο έφερε σειρά αρχιτεκτονικών διακοσμήσεων κορινθιακού ρυθμού και κόγχες με αγάλματα. Τα αγάλματα που κοσμούσαν τις κόγχες απεικόνιζαν μέλη της οικογένειας του Ηρώδη και άλλων μελών του αυτοκρατορικού οίκου.

Λεπτομέρεια της πρόσοψης του Ωδείου

Πίσω από τη σκηνή υπήρχε επίμηκες θολοσκεπές οικοδόμημα για τις ανάγκες των παραστάσεων. Πιθανότατα ήταν και αυτό τριώροφο και διακοσμημένο με ψηφιδωτά.

Ξεχωριστό στοιχείο του Ηρωδείου ήταν η στέγασή του. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η υπόθεση για τη στέγαση του Ωδείου επιβεβαιώνεται από τις φιλολογικές πηγές και τα ανασκαφικά ευρήματα. Άλλωστε η ίδια η καταστροφή του Ηρωδείου από πυρκαγιά προϋποθέτει σχεδόν την παρουσία μιας ξύλινης κατασκευής: Μόνο μια στέγη με το μέγεθος και τον όγκο που χρειαζόταν το Ωδείο θα μπορούσε να αναπτύξει τέτοιες θερμοκρασίες ώστε να ασβεστοποιηθεί το μάρμαρο και να λιώσουν τα μέταλλα (μέταλλα από αγάλματα αλλά και από μεγάλη ποσότητα καρφιών). Ακόμα, βρέθηκαν μεγάλα πήλινα κεραμίδια. Πολλά από αυτά έφεραν σφραγίδες με τα αρχικά του θεάτρου Ηρώδου και Ρήγιλλας. Τέλος οι σειρές των παραθύρων -απαραίτητων για το φωτισμό του κτιρίου- επιβεβαιώνουν την παρουσία της στέγης.

1870. Η θέα από το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Felix Bonfils (Γάλλος φωτογράφος 1831 ~ 1885).

Οι περιπέτειες του κτιρίου

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται πως λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του το Ηρώδειο χρησιμοποιήθηκε σαν οχυρό. Τα μαρμάρινα εδώλια και το υλικό του διαζώματος στο άνω κοίλο είχαν αποξηλωθεί και χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στα τείχη της Ακρόπολης και στην κατασκευή εκκλησιδίου. Ακόμα βρέθηκαν ίχνη από τοίχους οικίσκων που φιλοξενούσαν τους Αθηναίους που κατέφευγαν εκεί. Στα 1667 ο όγκος του θεάτρου εντάχθηκε στο οχυρό του «Σερπεντζέ». Ενώ λίγο πριν την έναρξη της εκχωμάτωσής του, το 1857, η επιφάνεια του θεάτρου ήταν καλλιεργήσιμη έκταση. Τότε διακρινόταν μόνο το σχήμα του κοίλου και το ανώτερο τμήμα του τοίχου της σκηνής. Το 1858 η επιχωμάτωση του κοίλου έφθανε τα 12.00μ. πάνω από τη στάθμη της ορχήστρας, συσσωρεύοντας ερείπια από λείψανα αρχιτεκτονικής και γλυπτικής προερχόμενα κυρίως από την Ακρόπολη.

Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στη μορφή που ήταν κατά τα μέσα του 19ου αιώνα.

Η επαναχρησιμοποίησή του

Μετά από την παρατεταμένη διακοπή της χρήσης του Ωδείου αρχίζουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επαναλειτουργία του. Ήδη από το 1844, ο ανασκαφέας του Ηρωδείου Κ. Πιττάκης υποστηρίζει ότι «τα αρχαία ξαναδίνουν στον τόπο την παλιά του αίγλη και οι κάτοικοί του, βλέποντάς τα αναστηλωμένα, αισθάνονται ότι ξαναζούν στην εποχή των προγόνων τους, ελκύουν όμως και τους ξένους, τους Ευρωπαίους…». Η ιδέα, λοιπόν, της πολιτιστικής και οικονομικής αξιοποίησης των μνημείων ξεκινά από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η αναστήλωση ενός μακρού καταλόγου αρχαίων θεάτρων και σταδίων είναι πλέον επιθυμητή.

Τα θέατρα, με την ιδανική αντιστοιχία ανάμεσα στη μορφή και τη χρήση τους και με τις εν γένει κοινές, ανά τους αιώνες, απαιτήσεις των θεαμάτων, είναι τα κατεξοχήν κτίρια του αρχαίου κόσμου που ανταποκρίνονται και σε σύγχρονες λειτουργίες. Δεν πρέπει να αγνοείται όμως το ότι πρόκειται για κατασκευές που έχασαν την αρχική μορφή και τη χρήση τους θέτοντας, ως προς την αποκατάστασή τους ιδιαίτερα προβλήματα. Συγχρόνως, καθοριστική σημασία για τη δυνατότητα αποκατάστασής τους, έχει η ανασκαφική διαδικασία που προηγήθηκε και ιδιαίτερα οι επιλογές καθαίρεσης ή διατήρησης των μαρτυριών από διαφορετικές εποχές.

Στο Ηρώδειο, ήδη από το 1867 ξεκινούν οι πρώτες παραστάσεις (Σοφοκλέους Αντιγόνη) ενώ παράλληλα προβάλλει η απαίτηση για την κατάλληλη διασκευή του θεάτρου. Το 1898 κτίζονται αναλήμματα και κλίμακες για την αποκατάσταση της αρχαίας οδού πάνω από το θέατρο. Το 1900 καθαρίζονται οι αγωγοί απορροής ομβρίων της ορχήστρας. Στερεώνεται το δάπεδο της ορχήστρας και επισκευάζονται τμήματα στους τοίχους και τις θύρες του Ωδείου με υλικά που διακρίνονται από την αρχαία κατασκευή. Το 1922 γίνεται συγκόλληση των μαρμάρινων βαθμίδων.

Το 1924 ιδρύεται ο θίασος της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου που αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα. Δίνονται παραστάσεις αρχαίου δράματος από πολλούς συνδέσμους και θιάσους και συνδυάζονται με το αίτημα της αποκατάστασής του. Το Ηρώδειο καθιερώνεται ως τόπος παραστάσεων όχι μόνο για το αρχαίο δράμα αλλά και άλλων εκδηλώσεων πολιτιστικού ή φιλανθρωπικού περιεχομένου, ακόμα και για αναπαραστάσεις αρχαίων εορτών.

Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα οι Δελφικές γιορτές -το πείραμα του ζεύγους Σικελιανού (1927 και 1930)- με παραστάσεις αρχαίου δράματος, αγώνες κ.λ.π., έδωσαν νέα ώθηση στην αναβίωση του αρχαίου δράματος στο φυσικό του χώρο. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι στην δεκαετία του 1930 το αίτημα χρησιμοποίησης του Διονυσιακού θεάτρου απορρίπτεται γιατί τα εδώλια σώζονταν σε καλή κατάσταση.

Το 1932 με την ίδρυση του Εθνικού θεάτρου αρχίζει η συστηματική έρευνα της ερμηνείας του αρχαίου δράματος. Το 1936, με δαπάνη του Εθνικού Θεάτρου, τοποθετούνται ξύλινα εδώλια στο κάτω διάζωμα του Ηρωδείου. Την ενδιαφέρουσα μελέτη των λυόμενων εδωλίων έκανε ο αρχιτέκτονας Ν. Μητσάκης. Το 1938 συμπληρώνονται και στερεώνονται οι θολίτες στα τοξωτά ανοίγματα του ανώτερου τμήματος της πρόσοψης του Ωδείου. Παράλληλα, στο πλαίσιο της Εθνικής Αναγέννησης της μεταξικής περιόδου, ξεκίνησε από το 1936 η ιδέα για την καθιέρωση «περιόδου εορτών» στην Αθήνα, αντίστοιχων με εκείνες της αρχαιότητος, όπου θα δίνονταν παραστάσεις αρχαίου δράματος σε υπαίθριο θέατρο από το Εθνικό Θέατρο.

Στη σκέψη της «αναμαρμαρώσεως» του Ηρωδείου εκφράστηκαν τότε πολλές αντίθετες γνώμες ιδιαίτερα από τον Κ. Δοξιάδη, που πρότεινε την κατασκευή νέου θεάτρου. Αποφασίστηκε λοιπόν το 1939, η ίδρυση Υπαίθριας Σκηνής, «κατά το πρότυπον των αρχαίων» στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Φιλοππάπου. Το έργο ανέθεσε στο γραφείο Δοξιάδη ο διευθυντής του Εθνικού θεάτρου Κ. Μπαστιάς. Κατασκευάστηκε ευρύχωρο θέατρο από μπετόν, που δεν ολοκληρώθηκε. Οι εργασίες σταμάτησαν από τον ίδιο τον Ι. Μεταξά και δεν συνεχίστηκαν ποτέ.

Πρόσοψη του Ωδείου

Μετά τον πόλεμο οι αρμόδιοι επανήλθαν στην αρχική ιδέα της «αναμαρμαρώσεως». Το 1947 το Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφάσισε την έναρξη των εργασιών για την αναμαρμάρωση του δαπέδου του Ωδείου και «την πλήρη αυτού αναστήλωση εσωτερικώς και εξωτερικώς». Την δαπάνη θα κατέβαλε –και πάλι- το Εθνικό θέατρο που θα έδινε για αυτό το σκοπό παραστάσεις αρχαίων δραμάτων. Μέρος των εξόδων θα κατέβαλαν η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα ΑΘηνών.

Η ανακατασκευή του θεάτρου συνεχίστηκε το 1952 με έξοδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η συμπλήρωση των θραυσμένων από την πυρκαγιά εδωλίων έγινε με μάρμαρο Διονύσου. Ήταν «εργασία μακρά και ιδιαίτερα επίπονος» λόγω της απαιτούμενης προσαρμογής των νέων μαρμάρων στα ακανόνιστα σχήματα των ερειπωμένων εδωλίων. Η πρόθεση της ανακατασκευής ήταν σαφής: «προς τον σκοπόν καλυτέρας εξυπηρετήσεως των εν τω Ωδείω διδομένων συγχρόνων παραστάσεων εκτελούνται υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Α. Ορλάνδου εργασίαι αναστηλώσεων και ανακατασκευής των εδωλίων» σημειώνει αργότερα ο αρχιτέκτονας Ι. Τραυλός.

Πριν το 1955 η προσπέλαση προς την πλατεία μπροστά από το Ωδείο γινόταν από έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο από του Μακρυγιάννη. Γύρω από την πλατεία υπήρχαν πρόχειρες κατασκευές που φιλοξενούσαν κέντρα διασκεδάσεως. Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των λόφων γύρω από την Ακρόπολη από τον Πικιώνη διαμορφώθηκε μια, μνημειακής κλίμακας, είσοδος που εντάσσεται στο πνεύμα της ανακατασκευής. Σήμερα, η άφιξη στο θέατρο γίνεται από την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Η κλίμακα οδηγεί στο πλάτωμα του θεάτρου. Αποτελείται από σκαλοπάτια και πλατύσκαλα διαφορετικού πλάτους. Στις παρυφές της έχουμε υποχωρήσεις ή προσχωρήσεις των μαρμάρων για την κατάλληλη προσαρμογή στο έδαφος και στα γειτονικά αρχαία επιδιώκοντας μια «γραφική» σύνδεση με αυτά.

Η «αναμαρμάρωση» λοιπόν του Ηρωδείου συνδέθηκε από την αρχή, άμεσα και ανεπιφύλακτα, με το αίτημα της επαναχρησιμοποίησής του. Χρηματοδοτήθηκε δε εν μέρει από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους φορείς. Η εκτεταμένη ανακατασκευή του κοίλου διευκόλυνε βέβαια τις εκδηλώσεις, αποδίδοντας και πάλι το θέατρο στους Αθηναίους, δημιούργησε όμως μια έντονη αντίθεση με τα ερείπια της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης. Ενταγμένο, λοιπόν, στο πνεύμα της ελληνικότητας το ανακατασκευασμένο Ηρώδειο δεν μπορεί παρά να γινόταν, το 1955, η έδρα του Φεστιβάλ Αθηνών.

               Ελένη – Άννα Χλέπα

Στεγασμένο το Ηρώδειο ήταν το υψηλότερο κτήριο της Αθήνας!

Για 2.000 χρόνια ήταν το υψηλότερο κτήριο της Αθήνας, έφθανε τα 45-56 μέτρα, ωσότου χτίστηκε το «Χίλτον» που το ξεπέρασε.

Για την κατασκευή του απαλλοτριώθηκαν τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα και για την ξύλινη στέγη του χρειάστηκαν πάνω από 3.000 μεγάλα δέντρα.

Ο λόγος, βέβαια, για το Ηρώδειο που ήταν στεγασμένο, σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Μανόλη Κορρέ. Είχε τη μεγαλύτερη στέγη αρχαίου θεάτρου, η οποία φαίνεται πως κατέρρευσε από πυρκαγιά γιατί στη νεότερη εποχή, το 1858, βρέθηκε από τον Κυριάκο Πιττάκη, κατά τις ανασκαφές για την αποκάλυψη του μνημείου, ένα παχύ στρώμα στάχτης, όπως επίσης σπασμένα κεραμίδια, ξύλα καμένα και σιδερένια καρφιά μεγάλων διαστάσεων.

Η πυρκαγιά συνδέεται με την καταστροφική μανία των Ερούλων το 267 μ.Χ. από την οποία δεν γλίτωσε το Ηρώδειο, όπως επισημαίνει ο Μ. Κορρές στη μελέτη του με τίτλο «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μέλισσα».

Ο κ. Κορρές εστιάζει στη στέγη του Ηρωδείου, γιατί η ύπαρξή της αγνοούνταν. Ο έμπειρος μελετητής των μνημείων της Ακρόπολης υποστηρίζει ότι η στέγη του Ηρωδείου «αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ μέγιστου ανοίγματος έως και το 19ο αιώνα!». Έχει άνοιγμα 50 μέτρων. «Δύναται μετά πάσης βεβαιότητος να λεχθεί ότι το Ηρώδειο υπήρξε το υψηλότερο κτήριο της χώρας ώς την εποχή της κατασκευής του ξενοδοχείου «Χίλτον», ενώ τη δεύτερη θέση ώς τα μέσα του 20ού αιώνα κατείχαν δύο επίσης ρωμαϊκά κτήρια: το λεγόμενον Οκτάγωνον κι η λεγόμενη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης». Συσχετίζει το κατασκευαστικό αυτό θαύμα με την τεχνογνωσία που είχε αποκτηθεί στα ρωμαϊκά χρόνια με τις γέφυρες. Για παράδειγμα αναφέρει τη γέφυρα του Τραϊανού (105 μ.Χ.), έργο του διάσημου Απολλόδωρου από τη Δαμασκό.

Το Ηρώδειο έχει το μέγεθος αρχαίου θεάτρου, χωρούσε 6.000 άτομα (σήμερα 5.000 γιατί δεν έχουν αναστηλωθεί οι τελευταίες σειρές). Τα αρχαία ωδεία ήταν πολύ μικρότερα και στεγασμένα. Είχαν τη χαρακτηριστική ημικυκλική μορφή και πολύ υψηλούς τοίχους για τη δημιουργία περιμετρικής ζώνης μεγάλων φωτιστικών ανοιγμάτων. Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού θεωρείται ακραία περίπτωση, λόγω του μεγέθους του που μοιάζει με τα μεγάλα θέατρα της αρχαιότητας. Χτίστηκε ανάμεσα στο 160-169 μ.Χ. σε έκταση τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων.

21-2-thumb-medium

Πώς κατάφεραν όμως οι τεχνίτες εκείνης της εποχής να κατασκευάσουν μια ενιαία στέγη, χωρίς ενδιάμεσους στύλους, με άνοιγμα τόσο μεγάλο, κάτι που σήμερα θεωρείται μάλλον ανέφικτο; Οι παρατηρήσεις του κ. Κορρέ σε λεπτομέρειες επί του σωζόμενου μνημείου αποδεικνύουν πως ήταν εφικτό. Βέβαια, η κατασκευή της στέγης, που ήταν κωνική, θα πρέπει να διήρκεσε περί τα τρία χρόνια, ενώ ολόκληρο το κτήριο οικοδομήθηκε σε 8 με 9 χρόνια. Η προμήθεια της ξυλείας για τη στέγη (έμβαδού 3 στρεμμάτων) θα πρέπει να υπήρξε μια ξεχωριστή και πολυδάπανη εργολαβία, καθώς χρειάστηκαν 3.000 δέντρα (κέδροι, κυπαρίσσια), βάρους 750-800 τόνων. Αν προστεθεί και το βάρος των κεραμιδιών, που υπολογίζεται σε 180 τόνους, πρόκειται για μια γιγάντια στέγη βάρους 1.000 τόνων.

Η τεχνολογία για την κατασκευή αυτού του έργου ήταν ασύλληπτη για τα δεδομένα της εποχής, οπότε πιθανότατα επιστρατεύτηκαν μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν για τις γέφυρες, σύμφωνα με το μελετητή. Η στέγη κατασκευάστηκε δύο φορές. Μία στο έδαφος, στο χώρο της Στοάς Ευμένους, που είχε μετατραπεί σε εργοτάξιο και όπου γίνονταν τα τεστ αντοχής της κατασκευής, και άλλη μία φορά πάνω σε ειδικά ικριώματα σε ύψος 30 μ. από το έδαφος, για την τελική τοποθέτησή της. Εσωτερικά, το Ηρώδειο διέθετε απίστευτο πλούτο. «Η ορχήστρα του ήταν στρωμένη με λευκές και μαύρες πλάκες μαρμάρου. Οι τοίχοι κοσμούνταν με πολύχρωμα μάρμαρα. Τα εδώλια ήταν φτιαγμένα από συμπαγές μάρμαρο». Χορηγός του, ο πάμπλουτος Ηρώδης ο Αττικός, ο οποίος το αφιέρωσε στη μνήμη της πρόωρα χαμένης συζύγου του, Ρήγιλλας.

Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ

Ο ανατολικός μετωπικός τοίχος του κοίλου του Ωδείου πριν και κατά τη διάρκεια των στερεωτικών εργασιών

ΩΔΕΙΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ

«Αναστήλωση, συντήρηση και ανάδειξη του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, της Στοάς Ευμένους και του Ασκληπιείου Νότιας Κλιτύος Ακροπόλεως»

Στo πλαίσιο του ίδιου υποέργου 1 και συγκεκριμένα στη Στοά του Ευμένους, το επίμηκες διώροφο οικοδόμημα στον χώρο μεταξύ του Ωδείου και του Θεάτρου του Διονύσου, πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης-ενίσχυσης του δομικού υλικού, καθώς και διαμόρφωσης λίθινων συμπληρωμάτων στην περιοχή των δέκα σωζόμενων μεσαίων τόξων. Συνολικά έγιναν επεμβάσεις σε 56 λίθους στις περιοχές των τόξων (Τ29, Τ31 και Τ32) και στους μεταξύ τους πεσσούς. Οι εργασίες περιλάμβαναν αρχικά τη συστηματική συντήρηση στην πρόσοψη και το εσωράχιο των θολιτών και λιθοπλίνθων. Ακολούθησε η αποκατάσταση της συνέχειας των τόξων με την κατασκευή, τοποθέτηση και στερέωση με οπλισμούς τιτανίου συμπληρωμάτων από νέο πειραϊκό ακτίτη, σε πενήντα μέλη. Στις κατώτερες στρώσεις έμεινε ορατό τμήμα των αρχαίων λιθοπλίνθων, επί των οποίων εδράστηκαν τα αποκατεστημένα υπερκείμενα μέλη, ώστε αυτά να αποτελέσουν τεκμήριο του επιπέδου κατασκευής των αρχαίων λειψάνων. Οι εργασίες επεκτάθηκαν και μπροστά από τον πεσσό Π18-19 και το τόξο Τ21 στον βόρειο τοίχο, όπου τοποθετήθηκαν συνολικά δώδεκα ολόσωμα νέα μέλη και πέντε αρχαίοι λίθοι συμπληρωμένοι. Επίσης, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασης στη βορειοανατολική γωνία της Στοάς και διαμορφώθηκε αδρά διαδρομή κίνησης των επισκεπτών στο μνημείο.




Ωδείο Ηρώδου Αττικού: Ενα Μέγαρο Μουσικής της αρχαιότητας

Μέχρι τη στιγμή που χτίστηκε το Χίλτον, ήταν το υψηλότερο κτίριο στην Αθήνα – είχε ύψος όσο μια σημερινή 15ώροφη πολυκατοικία. Το πλάτος του ήταν τριπλάσιο του Παρθενώνα και για την κατασκευή του απαιτήθηκε μία μπανιέρα γεμάτη χρυσό, δηλαδή γύρω στους τέσσερις τόνους. Για ποιον λόγο όμως το Ωδείο που έχτισε ο Ηρώδης ο Αττικός αφιερωμένο στη μνήμη της συζύγου του Ρήγιλλας στη σκιά του Ιερού Βράχου αφού είναι ανοιχτό, έχει παράθυρα από τα οποία χωράει να περάσει ένα από τα διώροφα κόκκινα λονδρέζικα λεωφορεία, καθώς το ύψος τους φτάνει τα 5 μ. και το πλάτος τους τα 2,5 μ.;

Διότι το ρωμαϊκό μνημείο που κατασκευάστηκε μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία (160-169 μ.Χ.) και είχε μία από τις πιο εντυπωσιακές ξύλινες στέγες – σε βαθμό που θα έπρεπε να είναι ο κάτοχος του παγκόσμιου έως σήμερα ρεκόρ για το μεγαλύτερο άνοιγμα στέγης (50 μ.) από φυσικής ξυλεία χωρίς ενδιάμεσα στηρίγματα – αποκαλύπτει τα μυστικά του μέσα από μια αναλυτική μελέτη η οποία αποδίδεται γοητευτικά από τον καθηγητή Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Μανόλη Κορρέ, και παρουσιάζεται στο βιβλίο του «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις» (Εκδόσεις Μέλισσα) συνοδευόμενο από αναλυτικά σχέδια.

Περισσότερα από 3.000 δένδρα, βάρους 800 τόνων χρειάστηκαν για να κατασκευαστεί η κωνική στέγη που κάλυπτε το κτίριο – συνολικού εμβαδού σχεδόν τριών στρεμμάτων – χωρίς να διαθέτει ούτε ένα ενδιάμεσο στήριγμα.

«Η τεχνολογία που απαιτήθηκε για να υλοποιηθεί αυτό το έργο, αλλά και το μέγεθός του είναι αδιανόητα για τους περισσότερους με τα δεδομένα της αρχαιότητας» μας λέει ο Μανόλης Κορρές και εξηγεί ότι για να επιτευχθεί αυτό το σπουδαίο έργο ουσιαστικά ο αρχιτέκτονας επιστράτευσε την τεχνική που χρησιμοποιούνταν για τις γέφυρες και όχι για τη στέγαση κτιρίων.

Με χωρητικότητα 6.000 ατόμων που το καθιστά το μεγαλύτερο του είδους του – 5.000 σήμερα επειδή δεν έχουν αναστηλωθεί οι τελευταίες σειρές – το Ηρώδειο παραμένει το υψηλότερο κτίριο της αρχαίας Αθήνας καθώς έφτανε τα 45 – 46 μ., υπερδιπλάσιο δηλαδή του Παρθενώνα, που ήταν περί τα 20 μ., και ελαφρώς χαμηλότερο του εμβληματικού Κολοσσαίου της Ρώμης που έχει ύψος 49 μ.

Πώς ξέρουμε με βεβαιότητα όμως ότι το Ωδείο που έχτισε ο πάμπλουτος αθηναίος ρήτορας και σοφιστής – που εκτός των άλλων είχε χορηγήσει την κατασκευή της ανοικοδόμησης του Παναθηναϊκού Σταδίου, το υδραγωγείο και το Νυμφαίο στην Ολυμπία και το στάδιο των Δελφών – ήταν στεγασμένο; «Μας το αποδεικνύει το τεράστιο πάχος των τοίχων, που φτάνουν τα 2,65 μ., πολύ φαρδύτερο από ένα φορτηγό. Η ύπαρξη παραθύρων, που θα ήταν άχρηστα σε ένα κτίριο που δεν έχει σκεπή. Και οι ενισχύσεις στον μπροστινό και στον πίσω τοίχο, για τη στήριξη των δοκαριών» εξηγεί ο πολυβραβευμένος καθηγητής που εκτός των άλλων έχει διατελέσει για περισσότερα από 15 χρόνια υπεύθυνος των έργων αποκατάστασης του Παρθενώνα.

Η εντυπωσιακή στέγη μάλιστα κατασκευάστηκε δύο φορές. Μία όταν η ξυλεία ήταν στο έδαφος, στον χώρο της στοάς του Ευμένους, η οποία είχε μετατραπεί σε εργοταξιακό χώρο, όπου γίνονταν και οι σχετικές δοκιμές αντοχής και μία δεύτερη φορά, πάνω στα ειδικά ικριώματα και σε ύψος 30 μ. από το έδαφος  για την τελική της τοποθέτηση. «Πρόκειται για την ίδια σειρά εργασιών που ακολουθείται για έργα μεγάλης κλίμακας, όπως συνέβη με τη στέγη Καλατράβα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας» λέει ο Μανόλης Κορρές.

Οσο για το εσωτερικό του μνημείου που ήρθε να αντικαταστήσει το «παμπάλαιο» ωδείο του Περικλή και εκείνο του Αγρίππα, που είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, όπως αποκαλύπτεται στο απολαυστικό θεατρικού τύπου κείμενο που ο καθηγητής έχει προτάξει της μελέτης του και επιχειρεί να δραματοποιήσει τους διαλόγους ανάμεσα στον άγνωστο αρχιτέκτονα και τον αναθέτη; «Διέθετε ασύλληπτο πλούτο. Η ορχήστρα ήταν στρωμένη με λευκές και μαύρες πλάκες μαρμάρου. Οι τοίχοι κοσμούνταν με πολύχρωμα μάρμαρα. Τα εδώλια ήταν φτιαγμένα από συμπαγές μάρμαρο».

Από τη στέγη που χρειάστηκε τουλάχιστον τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί, η αρχαιολογική σκαπάνη στα μέσα του 19ου αιώνα δεν βρήκε παρά μόνο τη στάχτη της. Κομμάτια από τα κεραμίδια – τα οποία αρχικά εν συνόλω ζύγιζαν 180 τόνους – απανθρακωμένα ξύλα και τεράστια καρφιά ήταν ό,τι είχε απομείνει, καθώς το Ηρώδειο δεν γλίτωσε από τους Ερούλους που κατέστρεψαν την Αθήνα κατά την επιδρομή τους το 267 μ.Χ.

Αδαμοπούλου Μαίρη

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: